Anonymous

ὀτοτύζω: Difference between revisions

From LSJ
5
(29)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀτοτύζω]] (Α) [[οτοτοί]]<br /><b>1.</b> [[κράζω]], [[ξεφωνίζω]] [[οτοτοί]], [[θρηνώ]] μεγαλόφωνα, [[ολοφύρομαι]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ὀτοτύζομαι</i><br />θρηνούμαι, μέ θρηνούν («ὀτοτύζεται δ' ὁ θνῄσκων», <b>Αισχύλ.</b>).
|mltxt=[[ὀτοτύζω]] (Α) [[οτοτοί]]<br /><b>1.</b> [[κράζω]], [[ξεφωνίζω]] [[οτοτοί]], [[θρηνώ]] μεγαλόφωνα, [[ολοφύρομαι]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ὀτοτύζομαι</i><br />θρηνούμαι, μέ θρηνούν («ὀτοτύζεται δ' ὁ θνῄσκων», <b>Αισχύλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀτοτύζω:''' μέλ. <i>-ξομαι</i>, [[θρηνώ]] [[γοερά]], σε Αριστοφ.· μέλ. <i>ὀτοτύξομαι</i>, στον ίδ. — Παθ., θρηνούμαι, με θρηνολογούν, σε Αισχύλ.
}}
}}