πάομαι: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πάομαι:''' μέλ. [[πάσομαι]] [ᾱ], αόρ. αʹ <i>ἐπᾱσάμην</i>· αποθ., [[κατέχω]], [[αποκτώ]], Λατ. [[potior]], <i>πᾱσάμενος ἐπίτασσε</i>, όταν έχεις δούλους, να τους διατάζεις, σε Θεόκρ.· [[κυρίως]] σε παρακ. πέπᾱμαι = [[κέκτημαι]], [[κατέχω]], σε Πίνδ., Ευρ., Αριστοφ., γʹ πληθ. <i>πέπανται</i>, σε Ξεν.· απαρ. <i>πεπᾶσθαι</i>, σε Σόλωνα, Ευρ.· μτχ. <i>πεπᾱμένος</i>, σε Αισχύλ., Ξεν.· υπερσ. <i>ἐπεπάμην</i>, σε Ξεν. (οι τύποι <i>ἐπᾱσάμην</i>, <i>πέπᾱμαι</i> δεν πρέπει να συγχέονται με τα <i>ἐπᾰσάμην</i>, [[πέπασμαι]] από το [[πατέομαι]], [[τρώω]]).
|lsmtext='''πάομαι:''' μέλ. [[πάσομαι]] [ᾱ], αόρ. αʹ <i>ἐπᾱσάμην</i>· αποθ., [[κατέχω]], [[αποκτώ]], Λατ. [[potior]], <i>πᾱσάμενος ἐπίτασσε</i>, όταν έχεις δούλους, να τους διατάζεις, σε Θεόκρ.· [[κυρίως]] σε παρακ. πέπᾱμαι = [[κέκτημαι]], [[κατέχω]], σε Πίνδ., Ευρ., Αριστοφ., γʹ πληθ. <i>πέπανται</i>, σε Ξεν.· απαρ. <i>πεπᾶσθαι</i>, σε Σόλωνα, Ευρ.· μτχ. <i>πεπᾱμένος</i>, σε Αισχύλ., Ξεν.· υπερσ. <i>ἐπεπάμην</i>, σε Ξεν. (οι τύποι <i>ἐπᾱσάμην</i>, <i>πέπᾱμαι</i> δεν πρέπει να συγχέονται με τα <i>ἐπᾰσάμην</i>, [[πέπασμαι]] από το [[πατέομαι]], [[τρώω]]).
}}
{{elru
|elrutext='''πάομαι:''' (только fut. [[πάσομαι]] с ᾱ, aor. ἐπᾱσάμην, pf. [[πέπαμαι|πέπᾱμαι]], fut. 3 [[πεπάσομαι]] с ᾱ, ppf. ἐπεπάμην с ᾱ) приобретать (ὃ ἐπέπατο αὖ τις Xen.; χρηστὸν [[φίλον]] πεπᾶσθαι Eur.): τίνες πέπανται σφενδόνας Xen. кто имеет пращи; [[ὅσσα]] Κροῖσόν [[ποκα]] φαντὶ πεπᾶσθαι Theocr. (богатства), которыми некогда владел, говорят, Крез.
}}
}}