οὖς: Difference between revisions

1,121 bytes added ,  1 January 2019
3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οὖς:''' τό, γεν. [[ὠτός]], δοτ. <i>ὠτί</i>· ονομ. και αιτ. πληθ. [[ὦτα]], γεν. [[ὤτων]], δοτ. [[ὠσί]]· Επικ. γεν. <i>οὔατος</i>, ονομ. και αιτ. πληθ. [[οὔατα]], δοτ. [[οὔασι]]· Λατ. [[auris]]<br /><b class="num">I.</b> [[αυτί]], σε Όμηρ.· ὀρθὰ ἱστάναι τὰ [[ὦτα]], λέγεται για άλογα, σε Ηρόδ.· [[βοᾷ]] ἐν ὠσὶ [[κέλαδος]], ηχεί, κουδουνίζει μέσα στο [[αυτί]], σε Αισχύλ.· [[φθόγγος]] βάλλει δι'[[ὤτων]], σε Σοφ.· δι' [[ὤτων]] ἦν [[λόγος]], [[ακούω]] σε γενικές γραμμές, σε Ευρ.· εἰς [[οὖς]], στο [[αυτί]], [[μυστικά]], στον ίδ.· ομοίως, εἰς [[ὦτα]] φέρειν, σε Σοφ.· μεταφ., λέγεται για κατασκόπους, σε Ξεν.· τὰ [[ὦτα]] ἐπὶ [[τῶν]] ὤμων ἔχοντες, λέγεται για πρόσωπα που απομακρύνονται ντροπιασμένα (κρεμώντας τα αυτιά τους ως σκυλιά), σε Πλάτ.· λέγεται για αθλητές που έχουν τα αυτιά τους μελανιασμένα και πρησμένα, από τις γροθιές, τεθλαγμένος [[οὔατα]] πυγμαῖς, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> [[χερούλι]] σε [[σχήμα]] αυτιού, λέγεται για κανάτια, κύπελα κ.λπ.· [[οὔατα]] δ' [[αὐτοῦ]] τέσσαρ' [[ἔσαν]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''οὖς:''' τό, γεν. [[ὠτός]], δοτ. <i>ὠτί</i>· ονομ. και αιτ. πληθ. [[ὦτα]], γεν. [[ὤτων]], δοτ. [[ὠσί]]· Επικ. γεν. <i>οὔατος</i>, ονομ. και αιτ. πληθ. [[οὔατα]], δοτ. [[οὔασι]]· Λατ. [[auris]]<br /><b class="num">I.</b> [[αυτί]], σε Όμηρ.· ὀρθὰ ἱστάναι τὰ [[ὦτα]], λέγεται για άλογα, σε Ηρόδ.· [[βοᾷ]] ἐν ὠσὶ [[κέλαδος]], ηχεί, κουδουνίζει μέσα στο [[αυτί]], σε Αισχύλ.· [[φθόγγος]] βάλλει δι'[[ὤτων]], σε Σοφ.· δι' [[ὤτων]] ἦν [[λόγος]], [[ακούω]] σε γενικές γραμμές, σε Ευρ.· εἰς [[οὖς]], στο [[αυτί]], [[μυστικά]], στον ίδ.· ομοίως, εἰς [[ὦτα]] φέρειν, σε Σοφ.· μεταφ., λέγεται για κατασκόπους, σε Ξεν.· τὰ [[ὦτα]] ἐπὶ [[τῶν]] ὤμων ἔχοντες, λέγεται για πρόσωπα που απομακρύνονται ντροπιασμένα (κρεμώντας τα αυτιά τους ως σκυλιά), σε Πλάτ.· λέγεται για αθλητές που έχουν τα αυτιά τους μελανιασμένα και πρησμένα, από τις γροθιές, τεθλαγμένος [[οὔατα]] πυγμαῖς, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> [[χερούλι]] σε [[σχήμα]] αυτιού, λέγεται για κανάτια, κύπελα κ.λπ.· [[οὔατα]] δ' [[αὐτοῦ]] τέσσαρ' [[ἔσαν]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''οὖς:''' [[ὠτός]], эп.-ион. [[οὖας]], οὔατος, дор. ὦς τό (gen. dual. ὤτοιν; pl.: [[ὦτα]], gen. [[ὤτων]], dat. [[ὠσί]] - эп. [[οὔασι]])<br /><b class="num">1)</b> ухо Hom.: ὀρθὰ ἱστάναι τὰ [[ὦτα]] Her. насторожить уши; [[φθόγγος]] βάλλει δι᾽ [[ὤτων]] Soph. слух доходит до ушей; δι᾽ ὠτὸς ἐννέπειν πρός τινα Soph. сказать кому-л. на ухо; [[ὦτα]] ἔχειν Plut. (внимательно) слушать; εἰς τὸ [[οὖς]] ἀκούειν NT лично слышать; [[ὦτα]] βασιλέως Xen., Plut. царевы уши, т. е. подслушиватели, шпионы;<br /><b class="num">2)</b> ушко, ручка ([[οὔατα]], sc. τῶν τριπόδων Hom.; τὰ [[ὦτα]] τοῦ ἀμφορέως Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[οὖς]] Ἀφροδίτης Arst. Венерино ушко (Sigaretus haliotoides, моллюск из класса брюхоногих).
}}
}}