3,277,048
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παρατρέφω:''' μέλ. -[[θρέψω]], [[τρέφω]] μαζί μου — Παθ., λέγεται για ανθρώπους που δεν αξίζουν να τους τρέφει [[κάποιος]], [[τρέφω]] με έξοδα άλλου, σε Δημ. | |lsmtext='''παρατρέφω:''' μέλ. -[[θρέψω]], [[τρέφω]] μαζί μου — Παθ., λέγεται για ανθρώπους που δεν αξίζουν να τους τρέφει [[κάποιος]], [[τρέφω]] με έξοδα άλλου, σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παρατρέφω:''' кормить у себя, выкармливать, подкармливать (ἵππους Plut.): ἐν φιλοσοφίᾳ παρατρέφεσθαι Plut. получить философское образование. | |||
}} | }} |