Anonymous

παρατρέφω: Difference between revisions

From LSJ
5
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τρέφω]] κάποιον ή [[κάτι]] υπέρμετρα, υπερβολικά, [[τρέφω]] [[πάρα]] πολύ<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>παθ.</b> α) (<b>για πρόσ.</b>) τρέφομαι ή ανατρέφομαι από κάποιον («[[ἦσαν]] δὲ οὗτοι τῶν ἐπ' οὐδενὶ χρησίμῳ [[πάλαι]] ἀνατρεφομένων», <b>Συνέσ.</b>)<br />β) τρέφομαι [[ματαίως]], ανωφελώς («[[τότε]] ύβρίζεσθαι δοκοῡντες, ὅτι [[μάτην]] παρατρέφονται», <b>Πλούτ.</b>)<br />γ) (για δούλους) ανατρέφομαι [[μαζί]] με τα [[παιδιά]] κάποιου<br />δ) (για παλλακίδες) τρέφομαι [[μαζί]] με τις νόμιμες γυναίκες<br />ε) ανατρέφομαι, εκπαιδεύομαι, μορφώνομαι επιπόλαια<br /><b>2.</b> [[ανατρέφω]] με όμοιο τρόπο<br /><b>3.</b> [[συντηρώ]], [[διατηρώ]] [[επιπλέον]] («καὶ παρατρέφουσι κήρυκα καὶ ἀθλητήν», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τρέφω]] κάποιον ή [[κάτι]] υπέρμετρα, υπερβολικά, [[τρέφω]] [[πάρα]] πολύ<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>παθ.</b> α) (<b>για πρόσ.</b>) τρέφομαι ή ανατρέφομαι από κάποιον («[[ἦσαν]] δὲ οὗτοι τῶν ἐπ' οὐδενὶ χρησίμῳ [[πάλαι]] ἀνατρεφομένων», <b>Συνέσ.</b>)<br />β) τρέφομαι [[ματαίως]], ανωφελώς («[[τότε]] ύβρίζεσθαι δοκοῡντες, ὅτι [[μάτην]] παρατρέφονται», <b>Πλούτ.</b>)<br />γ) (για δούλους) ανατρέφομαι [[μαζί]] με τα [[παιδιά]] κάποιου<br />δ) (για παλλακίδες) τρέφομαι [[μαζί]] με τις νόμιμες γυναίκες<br />ε) ανατρέφομαι, εκπαιδεύομαι, μορφώνομαι επιπόλαια<br /><b>2.</b> [[ανατρέφω]] με όμοιο τρόπο<br /><b>3.</b> [[συντηρώ]], [[διατηρώ]] [[επιπλέον]] («καὶ παρατρέφουσι κήρυκα καὶ ἀθλητήν», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρατρέφω:''' μέλ. -[[θρέψω]], [[τρέφω]] μαζί μου — Παθ., λέγεται για ανθρώπους που δεν αξίζουν να τους τρέφει [[κάποιος]], [[τρέφω]] με έξοδα άλλου, σε Δημ.
}}
}}