Anonymous

παρατρέφω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρατρέφω:''' μέλ. -[[θρέψω]], [[τρέφω]] μαζί μου — Παθ., λέγεται για ανθρώπους που δεν αξίζουν να τους τρέφει [[κάποιος]], [[τρέφω]] με έξοδα άλλου, σε Δημ.
|lsmtext='''παρατρέφω:''' μέλ. -[[θρέψω]], [[τρέφω]] μαζί μου — Παθ., λέγεται για ανθρώπους που δεν αξίζουν να τους τρέφει [[κάποιος]], [[τρέφω]] με έξοδα άλλου, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''παρατρέφω:''' кормить у себя, выкармливать, подкармливать (ἵππους Plut.): ἐν φιλοσοφίᾳ παρατρέφεσθαι Plut. получить философское образование.
}}
}}