3,258,297
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παρῆλιξ:''' -ῐκος, ὁ, ἡ, αυτός που υπερβαίνει τη [[νεότητα]], ηλικιωμένος, [[γηραιός]], σε Πλούτ., Ανθ. | |lsmtext='''παρῆλιξ:''' -ῐκος, ὁ, ἡ, αυτός που υπερβαίνει τη [[νεότητα]], ηλικιωμένος, [[γηραιός]], σε Πλούτ., Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παρῆλιξ:''' ῐκος adj. старящийся, пожилой Plut., Anth. | |||
}} | }} |