παρῆλιξ
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
English (LSJ)
ῐκος, ὁ, ἡ,
A no longer young, elderly, of advanced age, past one's prime, Plu.Alex.32: with neut., παρήλικα παιδικά AP12.228 (Strat.): Comp. παρηλικέστερος Sor.1.15.
II past the age-limit of service, POxy.1257.2 (iii A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 520] ὁ, ἡ, wie πάρηβος, abnehmend an Kraft; Plut. Alex. 32 u. öfter; παρήλικα παιδικά, Strat. 70 (XII, 228); Sp. haben den compar. παρηλικέστερος.
French (Bailly abrégé)
ικος (ὁ, ἡ)
qui n'est plus dans la force de l'âge, qui est sur son déclin.
Étymologie: παρά, ἧλιξ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-ῆλιξ -ικος op leeftijd.
Russian (Dvoretsky)
παρῆλιξ: ῐκος adj. старящийся, пожилой Plut., Anth.
Greek Monotonic
παρῆλιξ: -ῐκος, ὁ, ἡ, αυτός που υπερβαίνει τη νεότητα, ηλικιωμένος, γηραιός, σε Πλούτ., Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
παρῆλιξ: -ῐκος, ὁ, ἡ, ὡς τὸ πάρηβος, ὁ ὑπερβὰς τὴν νεανικὴν ἀκμήν, Πλουτ. Ἀλέξ. 32˙ μετ’ οὐδετ., παρήλικα παιδικὰ Ἀνθ. Π. 12. 228˙ ἴδε ὁμῆλιξ καὶ πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 289.