Anonymous

παρῆλιξ: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρῆλιξ:''' -ῐκος, ὁ, ἡ, αυτός που υπερβαίνει τη [[νεότητα]], ηλικιωμένος, [[γηραιός]], σε Πλούτ., Ανθ.
|lsmtext='''παρῆλιξ:''' -ῐκος, ὁ, ἡ, αυτός που υπερβαίνει τη [[νεότητα]], ηλικιωμένος, [[γηραιός]], σε Πλούτ., Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''παρῆλιξ:''' ῐκος adj. старящийся, пожилой Plut., Anth.
}}
}}