προσμένω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσμένω:''' μέλ. <i>-μενῶ</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αναμένω]] ή [[περιμένω]] [[ακόμα]] περισσότερο, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ., [[παραμένω]] προσκολλημένος σε, <i>τινί</i>, σε Αισχύλ.· [[προσμένω]] ταῖς δεήσεσιν, [[συνεχίζω]] τις ικεσίες, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[περιμένω]], [[αναμένω]], με αιτ., σε Θέογν., Σοφ. κ.λπ.· [[περιμένω]] κάποιον για [[μάχη]], δηλ. για να τον αντικρούσω, σε Πίνδ.· επίσης με αιτ. και απαρ. μέλ., <i>Ὀρέστην προσμενοῦσ' ἀεὶ ἐφήξειν</i>, σε Σοφ.
|lsmtext='''προσμένω:''' μέλ. <i>-μενῶ</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αναμένω]] ή [[περιμένω]] [[ακόμα]] περισσότερο, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ., [[παραμένω]] προσκολλημένος σε, <i>τινί</i>, σε Αισχύλ.· [[προσμένω]] ταῖς δεήσεσιν, [[συνεχίζω]] τις ικεσίες, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[περιμένω]], [[αναμένω]], με αιτ., σε Θέογν., Σοφ. κ.λπ.· [[περιμένω]] κάποιον για [[μάχη]], δηλ. για να τον αντικρούσω, σε Πίνδ.· επίσης με αιτ. και απαρ. μέλ., <i>Ὀρέστην προσμενοῦσ' ἀεὶ ἐφήξειν</i>, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσμένω:''' (fut. προσμενῶ, aor. προσέμεινα)<br /><b class="num">1)</b> оставаться, пребывать (χρόνον [[πολλόν]] Her.; ἡμέρας [[τρεῖς]] NT): εἰ ἡσυχάζων προσμενῶ Soph. если я буду бездействовать; [[σῖγα]] πρόσμενε Soph. храни молчание;<br /><b class="num">2)</b> предстоять, тж. угрожать (τινί Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> поджидать, ждать (τινά Soph.): Ὀρέστην προσμένουσα ἐφήξειν Soph. ожидающая прихода Ореста.
}}
}}