Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προσμένω: Difference between revisions

From LSJ
6
(35)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτιμένω Α<br /><b>1.</b> [[περιμένω]] με [[χαρά]] και [[ανυπομονησία]] κάποιον, [[ιδίως]] ένα πολύ αγαπητό [[πρόσωπο]], [[καρτερώ]] («σε [[προσμένω]] [[πάντοτε]] / [[νύχτα]] κι [[αυγή]] και [[μέρα]]», Παλαμ.)<br /><b>2.</b> (σχετικά με ποθητές καταστάσεις ή γεγονότα) [[περιμένω]] ελπίζοντας, [[προσδοκώ]]<br /><b>3.</b> [[αναμένω]] ένα [[γεγονός]] του οποίου η [[επέλευση]] θεωρείται βέβαιη ή αρκετά πιθανή (α. «[[στόμα]] μαχαίρας, βάσανα / κλαύματα φυλακής / [[τότε]] ας προσμένη», Κάλβ.<br />β. «δορίκτυπον ἀλαλάν... προσμένοι», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> (για γεγονότα ή καταστάσεις) πρόκειται να ακολουθήσω, [[επίκειμαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μένω]] σε μια [[κατάσταση]], [[παραμένω]]<br /><b>2.</b> [[εμμένω]] σε [[κάτι]], [[επιμένω]]<br /><b>3.</b> [[μένω]] [[πιστός]] σε κάποιον, αφοσιώνομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- / [[ποτί]] <span style="color: red;">+</span> [[μένω]].
|mltxt=ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτιμένω Α<br /><b>1.</b> [[περιμένω]] με [[χαρά]] και [[ανυπομονησία]] κάποιον, [[ιδίως]] ένα πολύ αγαπητό [[πρόσωπο]], [[καρτερώ]] («σε [[προσμένω]] [[πάντοτε]] / [[νύχτα]] κι [[αυγή]] και [[μέρα]]», Παλαμ.)<br /><b>2.</b> (σχετικά με ποθητές καταστάσεις ή γεγονότα) [[περιμένω]] ελπίζοντας, [[προσδοκώ]]<br /><b>3.</b> [[αναμένω]] ένα [[γεγονός]] του οποίου η [[επέλευση]] θεωρείται βέβαιη ή αρκετά πιθανή (α. «[[στόμα]] μαχαίρας, βάσανα / κλαύματα φυλακής / [[τότε]] ας προσμένη», Κάλβ.<br />β. «δορίκτυπον ἀλαλάν... προσμένοι», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> (για γεγονότα ή καταστάσεις) πρόκειται να ακολουθήσω, [[επίκειμαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μένω]] σε μια [[κατάσταση]], [[παραμένω]]<br /><b>2.</b> [[εμμένω]] σε [[κάτι]], [[επιμένω]]<br /><b>3.</b> [[μένω]] [[πιστός]] σε κάποιον, αφοσιώνομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- / [[ποτί]] <span style="color: red;">+</span> [[μένω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσμένω:''' μέλ. <i>-μενῶ</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αναμένω]] ή [[περιμένω]] [[ακόμα]] περισσότερο, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ., [[παραμένω]] προσκολλημένος σε, <i>τινί</i>, σε Αισχύλ.· [[προσμένω]] ταῖς δεήσεσιν, [[συνεχίζω]] τις ικεσίες, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[περιμένω]], [[αναμένω]], με αιτ., σε Θέογν., Σοφ. κ.λπ.· [[περιμένω]] κάποιον για [[μάχη]], δηλ. για να τον αντικρούσω, σε Πίνδ.· επίσης με αιτ. και απαρ. μέλ., <i>Ὀρέστην προσμενοῦσ' ἀεὶ ἐφήξειν</i>, σε Σοφ.
}}
}}