προσμένω

From LSJ

ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → the mountain was in laboreven Zeus was afraid — but gave birth to a mouse

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσμένω Medium diacritics: προσμένω Low diacritics: προσμένω Capitals: ΠΡΟΣΜΕΝΩ
Transliteration A: prosménō Transliteration B: prosmenō Transliteration C: prosmeno Beta Code: prosme/nw

English (LSJ)

Dor. ποτιμένω SIG615.7 (Delph., ii B.C.):—
A bide, wait, χρόνον πολλόν Hdt.1.199, cf. 5.19; σῖγ' ἔχουσα πρόσμενε S.El.1236, cf. 1399; ἡσυχάζων προσμενῶ Id.OT620; προσμένω χρόνον ὀλίγον ἔστ' ἂν... π. ἕως.., Hdt.8.4, X.HG2.4.7.
2 c. dat., remain attached to, cleave to, πάθεα π. τοκεῦσιν A.Eu.497 (lyr.); τῷ Κυρίῳ Act.Ap.11.23; προσμένω ταῖς δεήσεσιν continue in.., 1 Ep.Ti.5.5; ταῖς ἑαυτῶν ἀγωγαῖς Gal.15.436.
II trans., wait for, await, c. acc., Thgn.1144, S.OT837, El.164(lyr.), etc.; face in battle, stand one's ground against, δορίκτυπον ἀλαλάν Pi.N.3.60: c. acc. et inf. fut., Ὀρέστην τῶνδε προσμένουσ' ἀεὶ παυστῆρ' ἐφήξειν S.El.303.

German (Pape)

[Seite 772] (s. μένω), 1) dabei bleiben, verweilen, ausharren; σῖγα πρόσμενε, Soph. El. 1391; O. R. 620; Her. 8, 4; c. dat., bevorstehen, πάθεα προσμένει τοκεῦσιν, Aesch. Eum. 474. – 2) trans. erwarten, c. acc., Theogn. 1140; ἀλαλὰν Λυκίων, abwarten, ohne zu fliehen, im Kampfe bestehen, Pind. N. 3, 60; τὸν βοτῆρα προσμεῖναι, Soph. O. R. 837; Trach. 522 El. 160; προσμένουσα τὴν τύχην, Eur. Med. 1116; Xen. auch mit folgdm ἕως, Hell. 2, 4, 7.

French (Bailly abrégé)

f. προσμενῶ, ao. προσέμεινα, etc.
I. intr. 1 rester auprès, demeurer;
2 avec un suj. de chose attendre ; être réservé à, τινι;
II. tr. attendre en gén., acc. ; προσμένειν ἔστ' ἄν, ἕως attendre que;
NT: persévérer.
Étymologie: πρός, μένω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-μένω met acc. wachten op, afwachten; τὸν βοτῆρα προσμεῖναι wachten op de herder Soph. OT 837; abs. (blijven) wachten:. χρόνον πολλόν προσμένουσι zij blijven lange tijd wachten Hdt. 1.199.5; προσμεῖναι... ἔστ’ ἄν... wachten totdat... Hdt. 8.4.2. met dat., met zaak als subj..; πάθεα προσμένει τοκεῦσιν lijden staat de ouders te wachten Aeschl. Eum. 497; met pers. als subj. blijven bij, trouw blijven. προσμένειν τῷ κυρίῳ trouw blijven aan de Heer NT Act. Ap. 11.23.

Russian (Dvoretsky)

προσμένω: (fut. προσμενῶ, aor. προσέμεινα)
1 оставаться, пребывать (χρόνον πολλόν Her.; ἡμέρας τρεῖς NT): εἰ ἡσυχάζων προσμενῶ Soph. если я буду бездействовать; σῖγα πρόσμενε Soph. храни молчание;
2 предстоять, тж. угрожать (τινί Aesch.);
3 поджидать, ждать (τινά Soph.): Ὀρέστην προσμένουσα ἐφήξειν Soph. ожидающая прихода Ореста.

English (Slater)

προσμένω withstand c. acc. ὄφρα ἀλαλὰν Λυκίων τε προσμένοι καὶ Φρυγῶν (sc. Ἀχιλλεύς) (N. 3.60)

English (Strong)

from πρός and μένω; to stay further, i.e. remain in a place, with a person; figuratively, to adhere to, persevere in: abide still, be with, cleave unto, continue in (with).

English (Thayer)

1st aorist participle προσμείνας, infinitive προσμεῖναι; from Aeschylus and Herodotus down;
a. to remain with (see πρός, IV:3): with a dative of the person to continue with one, L WH marginal reading omit; Tr brackets the dative); τῷ κυρίῳ, to be steadfastly devoted to (A. V. cleave unto) the Lord, Josephus, Antiquities 14,2, 1); τῇ χάριτι τοῦ Θεοῦ, to hold fast to (A. V. continue in) the grace of God received in the gospel, G L T Tr WH; δεήσεσι καί προσευχαῖς (A. V. to continue in supplications and prayers), to remain still (cf. πρός, IV:2), stay, tarry: ἐν with a dative of place, 1 Timothy 1:3.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτιμένω Α
1. περιμένω με χαρά και ανυπομονησία κάποιον, ιδίως ένα πολύ αγαπητό πρόσωπο, καρτερώ («σε προσμένω πάντοτε / νύχτα κι αυγή και μέρα», Παλαμ.)
2. (σχετικά με ποθητές καταστάσεις ή γεγονότα) περιμένω ελπίζοντας, προσδοκώ
3. αναμένω ένα γεγονός του οποίου η επέλευση θεωρείται βέβαιη ή αρκετά πιθανή (α. «στόμα μαχαίρας, βάσανα / κλαύματα φυλακής / τότε ας προσμένη», Κάλβ.
β. «δορίκτυπον ἀλαλάν... προσμένοι», Πίνδ.)
4. (για γεγονότα ή καταστάσεις) πρόκειται να ακολουθήσω, επίκειμαι
αρχ.
1. μένω σε μια κατάσταση, παραμένω
2. εμμένω σε κάτι, επιμένω
3. μένω πιστός σε κάποιον, αφοσιώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- / ποτί + μένω.

Greek Monotonic

προσμένω: μέλ. -μενῶ,
I. 1. αναμένω ή περιμένω ακόμα περισσότερο, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.
2. με δοτ., παραμένω προσκολλημένος σε, τινί, σε Αισχύλ.· προσμένω ταῖς δεήσεσιν, συνεχίζω τις ικεσίες, σε Καινή Διαθήκη
II. μτβ., περιμένω, αναμένω, με αιτ., σε Θέογν., Σοφ. κ.λπ.· περιμένω κάποιον για μάχη, δηλ. για να τον αντικρούσω, σε Πίνδ.· επίσης με αιτ. και απαρ. μέλ., Ὀρέστην προσμενοῦσ' ἀεὶ ἐφήξειν, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

προσμένω: ἀναμένω, περιμένω ἔτι μᾶλλον, προσμένω, Ἡρόδ. 1. 199., 5. 19· σῖγ’ ἔχουσα πρόσμενε Σοφ. Ἠλ. 1236, πρβλ. 1399 ἡσυχάζων προσμένω ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 620· πρ. ἔστ’ ἄν…, ἕως., Ἡρόδ. 8. 4, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 7 2) μετὰ δοτ., παραμένω, πάθεα προσμένει τοκεῦσιν Αἰσχύλ. Εὐμ. 497, πρβλ. Πράξ. Ἀποστ. ιαϳ, 23· πρ. ταῖς δεήσεσιν, ἐπιμένω, ἐξακολουθῶ δεόμενος, ..., Αϳ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. εϳ, 5. ΙΙ. μεταβ., περιμένω, ἀναμένω, μετ’ αἰτ., Θέογν. 1140, Σοφ. Ο. Τ. 837, Ἠλ. 164, κτλ. ― περιμένω τινὰ πρὸς μάχην, δηλ. ὅπως ἀντικρούσω αὐτόν, Πινδ. Ν. 3. 105· ― ὡσαύτως μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ. μέλλ., Ὀρέστην τῶνδε προσμενοῦσ’ ἀεὶ παυστῆρ’ ἐφήξειν Σοφ. Ἠλ. 303.

Middle Liddell

fut. -μενῶ
I. to bide or wait still longer, Hdt., Soph., etc.
2. c. dat. to remain attached to, to cleave to, τινί Aesch.; πρ. ταῖς δεήσεσιν to continue in supplications, NTest.
II. trans. to wait for, await, c. acc., Theogn., Soph., etc.:— to wait for one in battle, i. e. to stand one's ground against, Pind.: —also c. acc. et inf. fut., Ὀρέστην προσμενοῦσ' ἀεὶ ἐφήξειν Soph.

Chinese

原文音譯:prosmšnw 普羅士-姆挪
詞類次數:動詞(6)
原文字根:向著-停留 相當於: (מָהַהּ‎)
字義溯源:停住下去,與別人同住,留住,同在,在這裏,恒住在其中,恆住,恆靠,居住,住,伺候,不住地,忠心,忠於;由(πρός)=向著)與(μένω)*=住)組成;其中 (πρός)出自(πρό)*=前)。參讀 (προσκαρτερέω)同義字參讀 (μένω)同源字
出現次數:總共(7);太(1);可(1);徒(3);提前(2)
譯字彙編
1) 他們⋯在這裏(1) 可8:2;
2) 恒住在⋯中(1) 徒13:43;
3) 他們⋯同在(1) 太15:32;
4) 不住的(1) 提前5:5;
5) 住了(1) 徒18:18;
6) 留住(1) 提前1:3;
7) 恒久靠(1) 徒11:23

Lexicon Thucydideum

exspectare, to wait for, await, 6.44.4.