3,277,048
edits
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σῑμότης:''' -ητος, ἡ ([[σιμός]]),<br /><b class="num">I.</b> το πλακουτσό [[σχήμα]] της [[μύτης]], το χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]] του να έχει [[κάποιος]] σιμή, πλακουτσωτή [[μύτη]] ανασηκωμένη προς τα [[επάνω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., τὴν [[σιμότητα]] [[τῶν]] ὀδόντων, το ανωφερικό [[κύρτωμα]], η [[καμπυλότητα]] που έχουν οι χαυλιόδοντες του κάπρου, δηλ. του άγριου χοίρου, στον ίδ. | |lsmtext='''σῑμότης:''' -ητος, ἡ ([[σιμός]]),<br /><b class="num">I.</b> το πλακουτσό [[σχήμα]] της [[μύτης]], το χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]] του να έχει [[κάποιος]] σιμή, πλακουτσωτή [[μύτη]] ανασηκωμένη προς τα [[επάνω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., τὴν [[σιμότητα]] [[τῶν]] ὀδόντων, το ανωφερικό [[κύρτωμα]], η [[καμπυλότητα]] που έχουν οι χαυλιόδοντες του κάπρου, δηλ. του άγριου χοίρου, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σῑμότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> вздернутость носа, курносость или плосконосость Plat., Xen., Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> загнутость вверх (τῶν ὀδόντων, sc. τοῦ ὑὸς τοῦ ἀγρίου Xen.). | |||
}} | }} |