Anonymous

σιμότης: Difference between revisions

From LSJ
6
(Bailly1_4)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br />aplatissement d’un nez camus.<br />'''Étymologie:''' [[σιμός]].
|btext=ητος (ἡ) :<br />aplatissement d’un nez camus.<br />'''Étymologie:''' [[σιμός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σῑμότης:''' -ητος, ἡ ([[σιμός]]),<br /><b class="num">I.</b> το πλακουτσό [[σχήμα]] της [[μύτης]], το χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]] του να έχει [[κάποιος]] σιμή, πλακουτσωτή [[μύτη]] ανασηκωμένη προς τα [[επάνω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., τὴν [[σιμότητα]] [[τῶν]] ὀδόντων, το ανωφερικό [[κύρτωμα]], η [[καμπυλότητα]] που έχουν οι χαυλιόδοντες του κάπρου, δηλ. του άγριου χοίρου, στον ίδ.
}}
}}