Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σιμότης: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σῑμότης:''' -ητος, ἡ ([[σιμός]]),<br /><b class="num">I.</b> το πλακουτσό [[σχήμα]] της [[μύτης]], το χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]] του να έχει [[κάποιος]] σιμή, πλακουτσωτή [[μύτη]] ανασηκωμένη προς τα [[επάνω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., τὴν [[σιμότητα]] [[τῶν]] ὀδόντων, το ανωφερικό [[κύρτωμα]], η [[καμπυλότητα]] που έχουν οι χαυλιόδοντες του κάπρου, δηλ. του άγριου χοίρου, στον ίδ.
|lsmtext='''σῑμότης:''' -ητος, ἡ ([[σιμός]]),<br /><b class="num">I.</b> το πλακουτσό [[σχήμα]] της [[μύτης]], το χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]] του να έχει [[κάποιος]] σιμή, πλακουτσωτή [[μύτη]] ανασηκωμένη προς τα [[επάνω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., τὴν [[σιμότητα]] [[τῶν]] ὀδόντων, το ανωφερικό [[κύρτωμα]], η [[καμπυλότητα]] που έχουν οι χαυλιόδοντες του κάπρου, δηλ. του άγριου χοίρου, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''σῑμότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> вздернутость носа, курносость или плосконосость Plat., Xen., Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> загнутость вверх (τῶν ὀδόντων, sc. τοῦ ὑὸς τοῦ ἀγρίου Xen.).
}}
}}