3,244,152
edits
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σκηνίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ, αυτός που κατοικεί σε σκηνές, σε Στράβ.· μεταφ., [[άπορος]], [[περιθωριακός]], σε Ισοκρ. | |lsmtext='''σκηνίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ, αυτός που κατοικεί σε σκηνές, σε Στράβ.· μεταφ., [[άπορος]], [[περιθωριακός]], σε Ισοκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκηνίτης:''' ου (ῑ) adj. m пребывающий в шатрах, т. е. кочевой, бродячий ([[βίος]] Diod.; [[κισσός]] Anth.).<br />ου ὁ рыночный торговец, мелкий торгаш Isocr. | |||
}} | }} |