Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκηνίτης: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκηνίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ, αυτός που κατοικεί σε σκηνές, σε Στράβ.· μεταφ., [[άπορος]], [[περιθωριακός]], σε Ισοκρ.
|lsmtext='''σκηνίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ, αυτός που κατοικεί σε σκηνές, σε Στράβ.· μεταφ., [[άπορος]], [[περιθωριακός]], σε Ισοκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''σκηνίτης:''' ου (ῑ) adj. m пребывающий в шатрах, т. е. кочевой, бродячий ([[βίος]] Diod.; [[κισσός]] Anth.).<br />ου ὁ рыночный торговец, мелкий торгаш Isocr.
}}
}}