σκηνίτης

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκηνῑ́της Medium diacritics: σκηνίτης Low diacritics: σκηνίτης Capitals: ΣΚΗΝΙΤΗΣ
Transliteration A: skēnítēs Transliteration B: skēnitēs Transliteration C: skinitis Beta Code: skhni/ths

English (LSJ)

[ῑ] (in codd. sometimes misspelt σκηνήτης, which is accepted by Eust.70.29), ου, ὁ,
A dweller in tents or booths, of nomad tribes, Str.2.5.32, 11.2.1, etc.; one who keeps a stall, IG22.1672.15,171, 7.2712.72 (Acraephia).
2 a low fellow, Isoc.17.33.
II Adj. in or belonging to a tent, βίος D.S.2.40; κισσός AP7.36 (Eryc.).

German (Pape)

[Seite 895] ὁ, 1) = σκηνήτης, Isocr. 17, 33. – 2) als adj., im Zelt, an der Hütte befindlich; βίος, D. Sic. 2, 40; κισσός, Eryc. 13 (VII, 36).

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
1 qui vit sous la tente;
2 nomade ; marchand forain ; petit marchand.
Étymologie: σκηνή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκηνίτης -ου, ὁ [σκηνή] nomade.

Russian (Dvoretsky)

σκηνίτης: ου (ῑ) adj. m пребывающий в шатрах, т. е. кочевой, бродячий (βίος Diod.; κισσός Anth.).
ου ὁ рыночный торговец, мелкий торгаш Isocr.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, θηλ. σκηνίτισσα Ν, θηλ. σκηνῖτις, -ίτιδος, Α
1. αυτός που ζει σε σκηνή ή καλύβα
2. συνεκδ. νομάδας
αρχ.
1. φτωχός, άπορος άνθρωπος
2. ο κάτοχος στάβλου
3. ως επίθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σκηνή («σκηνίτῃ δὲ βίῳ χρῶνται», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + επίθημα -ίτης (πρβλ. στυλ-ίτης)].

Greek Monotonic

σκηνίτης: [ῑ], -ου, ὁ, αυτός που κατοικεί σε σκηνές, σε Στράβ.· μεταφ., άπορος, περιθωριακός, σε Ισοκρ.

Greek (Liddell-Scott)

σκηνίτης: (ἐν Ἀντιγράφοις ἐνίοτε πλημμελῶς σκηνήτης), ου, ὁ, ὁ κατοικῶν ἐν σκηναῖς ἢ καλύβαις, ἐπὶ νομαδικῶν φυλῶν, Στράβ. 130, 492, κτλ.· ὁ ἀντὶ ἐργαστηρίου ἔχων σκηνήν, Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 53, ἴδε Keil Inscr. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., ὁ ἐν σκηναῖς ἢ ἀνήκων εἰς σκηνάς, βίος Διόδ. 2. 40· κισσὸς Ἀνθ. Π. 7. 36.

Middle Liddell

σκηνῑ́της, ου, ὁ,
a dweller in tents, Strab.: metaph. a low fellow, Isocr.