σπέος: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σπέος:''' Επικ. [[σπεῖος]], <i>τό</i>, [[σπηλιά]], [[σπήλαιο]], [[άντρο]], [[λημέρι]], σε Όμηρ.· ως προς τον τύπο [[σπέος]], ο Όμηρ. χρησιμ. μόνον ονομ. και αιτ. ενικ., με Επικ. δοτ. <i>σπῆι</i>· ως προς τον τύπο [[σπεῖος]], αιτ. ενικ., γεν. <i>σπείους</i>, δοτ. πληθ. [[σπέσσι]] και [[σπήεσσι]]· γεν. πληθ. <i>σπείων</i>, σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''σπέος:''' Επικ. [[σπεῖος]], <i>τό</i>, [[σπηλιά]], [[σπήλαιο]], [[άντρο]], [[λημέρι]], σε Όμηρ.· ως προς τον τύπο [[σπέος]], ο Όμηρ. χρησιμ. μόνον ονομ. και αιτ. ενικ., με Επικ. δοτ. <i>σπῆι</i>· ως προς τον τύπο [[σπεῖος]], αιτ. ενικ., γεν. <i>σπείους</i>, δοτ. πληθ. [[σπέσσι]] και [[σπήεσσι]]· γεν. πληθ. <i>σπείων</i>, σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''σπέος:''' эп. тж. [[σπεῖος]], ους τό (gen. σπέεος и σπείσυς, dat. [[σπῆϊ]] и σπήει, pl.: gen. σπείων, dat. [[σπέσσι]], [[σπήεσσι]], σπέεσ(σ)ι и σπεέεσσι) пещера, грот Hom., Hes.
}}
}}