3,256,628
edits
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σπέος:''' Επικ. [[σπεῖος]], <i>τό</i>, [[σπηλιά]], [[σπήλαιο]], [[άντρο]], [[λημέρι]], σε Όμηρ.· ως προς τον τύπο [[σπέος]], ο Όμηρ. χρησιμ. μόνον ονομ. και αιτ. ενικ., με Επικ. δοτ. <i>σπῆι</i>· ως προς τον τύπο [[σπεῖος]], αιτ. ενικ., γεν. <i>σπείους</i>, δοτ. πληθ. [[σπέσσι]] και [[σπήεσσι]]· γεν. πληθ. <i>σπείων</i>, σε Ομηρ. Ύμν. | |lsmtext='''σπέος:''' Επικ. [[σπεῖος]], <i>τό</i>, [[σπηλιά]], [[σπήλαιο]], [[άντρο]], [[λημέρι]], σε Όμηρ.· ως προς τον τύπο [[σπέος]], ο Όμηρ. χρησιμ. μόνον ονομ. και αιτ. ενικ., με Επικ. δοτ. <i>σπῆι</i>· ως προς τον τύπο [[σπεῖος]], αιτ. ενικ., γεν. <i>σπείους</i>, δοτ. πληθ. [[σπέσσι]] και [[σπήεσσι]]· γεν. πληθ. <i>σπείων</i>, σε Ομηρ. Ύμν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σπέος:''' эп. тж. [[σπεῖος]], ους τό (gen. σπέεος и σπείσυς, dat. [[σπῆϊ]] и σπήει, pl.: gen. σπείων, dat. [[σπέσσι]], [[σπήεσσι]], σπέεσ(σ)ι и σπεέεσσι) пещера, грот Hom., Hes. | |||
}} | }} |