Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σπέος: Difference between revisions

From LSJ
553 bytes added ,  30 December 2018
6
(38)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και επικ. τ. σπεῑος, τὸ, Α<br />[[βαθιά]] [[σπηλιά]], [[σπήλαιο]] (α. «ὑπό τε [[σπέος]] ἤλασε μῆλα», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[νύμφη]] πότνι' ἔρυκε [[Καλυψώ]]... ἐν σπέεσι γλαφυροῑσι», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαϊκός όρος, άγνωστης ετυμολ., ο [[οποίος]] [[πρέπει]] να συνδέεται με τη λ. [[σπήλαιον]]. Ο επικ. τ. [[σπεῖος]] με [[μετρική]] [[έκταση]]].
|mltxt=και επικ. τ. σπεῑος, τὸ, Α<br />[[βαθιά]] [[σπηλιά]], [[σπήλαιο]] (α. «ὑπό τε [[σπέος]] ἤλασε μῆλα», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[νύμφη]] πότνι' ἔρυκε [[Καλυψώ]]... ἐν σπέεσι γλαφυροῑσι», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαϊκός όρος, άγνωστης ετυμολ., ο [[οποίος]] [[πρέπει]] να συνδέεται με τη λ. [[σπήλαιον]]. Ο επικ. τ. [[σπεῖος]] με [[μετρική]] [[έκταση]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σπέος:''' Επικ. [[σπεῖος]], <i>τό</i>, [[σπηλιά]], [[σπήλαιο]], [[άντρο]], [[λημέρι]], σε Όμηρ.· ως προς τον τύπο [[σπέος]], ο Όμηρ. χρησιμ. μόνον ονομ. και αιτ. ενικ., με Επικ. δοτ. <i>σπῆι</i>· ως προς τον τύπο [[σπεῖος]], αιτ. ενικ., γεν. <i>σπείους</i>, δοτ. πληθ. [[σπέσσι]] και [[σπήεσσι]]· γεν. πληθ. <i>σπείων</i>, σε Ομηρ. Ύμν.
}}
}}