τεχνάζω: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τεχνάζω:''' μέλ. <i>τεχνάσω</i> ([[τέχνη]])·<br /><b class="num">I.</b> [[μεταχειρίζομαι]] [[τέχνη]], σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> κάνω [[χρήση]] τεχνασμάτων, φέρομαι με [[πανουργία]] ή δόλια, [[μεταχειρίζομαι]] πανουργίες ή υπεκφυγές, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· με απαρ., ευφυώς ή με [[πανουργία]] [[μηχανώμαι]], σε Αριστ.· ομοίως, Μέσ. αόρ. <i>ἐτεχνασάμην</i>, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''τεχνάζω:''' μέλ. <i>τεχνάσω</i> ([[τέχνη]])·<br /><b class="num">I.</b> [[μεταχειρίζομαι]] [[τέχνη]], σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> κάνω [[χρήση]] τεχνασμάτων, φέρομαι με [[πανουργία]] ή δόλια, [[μεταχειρίζομαι]] πανουργίες ή υπεκφυγές, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· με απαρ., ευφυώς ή με [[πανουργία]] [[μηχανώμαι]], σε Αριστ.· ομοίως, Μέσ. αόρ. <i>ἐτεχνασάμην</i>, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''τεχνάζω:''' тж. med.<br /><b class="num">1)</b> применять искусство, проявлять изобретательность, прилагать старания (ἐν τοῖς ποιητοῖς Arst.): [[τεχναστέον]] [[ὅπως]] ἂν [[εὐπορία]] γένοιτο [[χρόνιος]] Arst. необходимо приложить старания, чтобы благосостояние было постоянным;<br /><b class="num">2)</b> применять хитрость, хитрить (τ. τε καὶ ψεύδεσθαι Plat.): τ. τῇ βαδίσει Xen. (о дичи) запутывать следы; τεχνάζεσθαι καὶ στρατηγεῖν Plut. хитростью втянуть (противника) в бой; εἰς ἐπίνοιαν τετεχνασμένην καταφεύγειν Luc. прибегать к хитрой выдумке; ἀπάτην ἐπί τι τ. Plut. затевать обман для какой-л. цели.
}}
}}