φαίδιμος: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φαίδῐμος:''' -ον και -α, -ον ([[φάω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[λαμπερός]], λέγεται για τα [[μέλη]] του ανθρώπινου σώματος, πιθ. σε [[συσχέτιση]] με την [[κοινή]] [[χρήση]] του λαδιού, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ., Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τους ήρωες, [[περίφημος]], [[ένδοξος]], σε Όμηρ., Αισχύλ.
|lsmtext='''φαίδῐμος:''' -ον και -α, -ον ([[φάω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[λαμπερός]], λέγεται για τα [[μέλη]] του ανθρώπινου σώματος, πιθ. σε [[συσχέτιση]] με την [[κοινή]] [[χρήση]] του λαδιού, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ., Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τους ήρωες, [[περίφημος]], [[ένδοξος]], σε Όμηρ., Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''φαίδῐμος:''' и 3<br /><b class="num">1)</b> блестящий, лоснящийся или сияющий, светлый ([[ὦμος]] Hom.; γυῖα Hom., Hes.; [[κόμα]], ἵπποι Pind.);<br /><b class="num">2)</b> славный, прославленный ([[Ἀχιλλεύς]] Hom.).
}}
}}