Anonymous

φαίδιμος: Difference between revisions

From LSJ
6
(44)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, θηλ. και -ίμη, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για [[μέλη]] του ανθρώπινου σώματος αλειμμένα με [[λάδι]]) αυτός που λάμπει, [[στιλπνός]] («καὶ μὲν τῶν ὑπέλυσε [[μένος]] καὶ φαίδιμα γυῑα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ήρωα) [[ένδοξος]], [[ονομαστός]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὁ κατὰ ψυχὴν [[ἰσχυρός]], [[ἐπίσημος]], σπουδαῑος»<br /><b>4.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Φαίδιμος</i>·<b>μυθ.</b> [[βασιλιάς]] τών Σιδωνίων στην [[Φοινίκη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[φαιδρός]].
|mltxt=-ον, θηλ. και -ίμη, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για [[μέλη]] του ανθρώπινου σώματος αλειμμένα με [[λάδι]]) αυτός που λάμπει, [[στιλπνός]] («καὶ μὲν τῶν ὑπέλυσε [[μένος]] καὶ φαίδιμα γυῑα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ήρωα) [[ένδοξος]], [[ονομαστός]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὁ κατὰ ψυχὴν [[ἰσχυρός]], [[ἐπίσημος]], σπουδαῑος»<br /><b>4.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Φαίδιμος</i>·<b>μυθ.</b> [[βασιλιάς]] τών Σιδωνίων στην [[Φοινίκη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[φαιδρός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φαίδῐμος:''' -ον και -α, -ον ([[φάω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[λαμπερός]], λέγεται για τα [[μέλη]] του ανθρώπινου σώματος, πιθ. σε [[συσχέτιση]] με την [[κοινή]] [[χρήση]] του λαδιού, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ., Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τους ήρωες, [[περίφημος]], [[ένδοξος]], σε Όμηρ., Αισχύλ.
}}
}}