3,273,026
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φαίδῐμος:''' -ον και -α, -ον ([[φάω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[λαμπερός]], λέγεται για τα [[μέλη]] του ανθρώπινου σώματος, πιθ. σε [[συσχέτιση]] με την [[κοινή]] [[χρήση]] του λαδιού, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ., Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τους ήρωες, [[περίφημος]], [[ένδοξος]], σε Όμηρ., Αισχύλ. | |lsmtext='''φαίδῐμος:''' -ον και -α, -ον ([[φάω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[λαμπερός]], λέγεται για τα [[μέλη]] του ανθρώπινου σώματος, πιθ. σε [[συσχέτιση]] με την [[κοινή]] [[χρήση]] του λαδιού, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ., Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τους ήρωες, [[περίφημος]], [[ένδοξος]], σε Όμηρ., Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φαίδῐμος:''' и 3<br /><b class="num">1)</b> блестящий, лоснящийся или сияющий, светлый ([[ὦμος]] Hom.; γυῖα Hom., Hes.; [[κόμα]], ἵπποι Pind.);<br /><b class="num">2)</b> славный, прославленный ([[Ἀχιλλεύς]] Hom.). | |||
}} | }} |