χαρίεις: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χᾰρίεις:''' [[χαρίεσσα]], [[χαρίεν]] (όχι <i>χάριεν</i>, βλ. κατωτ. IV)· γεν. <i>χαρίεντος</i>, δοτ. <i>-εντι</i> ([[χάρις]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[χαρούμενος]], όμορφος, [[αγαπητός]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> σε Αττ., [[χαρούμενος]], [[έξυπνος]], μορφωμένος, <i>οἱ χαρίεντες</i>, άνθρωποι του γούστου και της ευγένειας, άνθρωποι των γραμμάτων, σε Ισοκρ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> ομοίως λέγεται για πράγματα, χαριτωμένο, έξυπνο, όμορφο, κομψό, σε Αριστοφ., Πλάτ.· ειρων., [[χαρίεν]] γάρ, <i>εἰ..</i>., θα ήταν ευχάριστο εάν..., σε Ξεν.<br /><b class="num">III. 1.</b> επίρρ., [[χαριέντως]], ευχάριστα, έξυπνα, όμορφα, κομψά, ευφυώς, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με [[ευγένεια]], ευμενώς, σε Ισοκρ.<br /><b class="num">IV.</b>το ουδ. ως επίρρ., όπου χρησιμοποιείται ως επίρρ. είναι προπαροξ., <i>χάριεν</i>, σε Αριστοφ., Πλάτ.
|lsmtext='''χᾰρίεις:''' [[χαρίεσσα]], [[χαρίεν]] (όχι <i>χάριεν</i>, βλ. κατωτ. IV)· γεν. <i>χαρίεντος</i>, δοτ. <i>-εντι</i> ([[χάρις]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[χαρούμενος]], όμορφος, [[αγαπητός]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> σε Αττ., [[χαρούμενος]], [[έξυπνος]], μορφωμένος, <i>οἱ χαρίεντες</i>, άνθρωποι του γούστου και της ευγένειας, άνθρωποι των γραμμάτων, σε Ισοκρ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> ομοίως λέγεται για πράγματα, χαριτωμένο, έξυπνο, όμορφο, κομψό, σε Αριστοφ., Πλάτ.· ειρων., [[χαρίεν]] γάρ, <i>εἰ..</i>., θα ήταν ευχάριστο εάν..., σε Ξεν.<br /><b class="num">III. 1.</b> επίρρ., [[χαριέντως]], ευχάριστα, έξυπνα, όμορφα, κομψά, ευφυώς, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με [[ευγένεια]], ευμενώς, σε Ισοκρ.<br /><b class="num">IV.</b>το ουδ. ως επίρρ., όπου χρησιμοποιείται ως επίρρ. είναι προπαροξ., <i>χάριεν</i>, σε Αριστοφ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''χαρίεις:''' ίεσσα, ίεν<br /><b class="num">1)</b> приятный, прелестный, привлекательный, славный, милый (εἵματα, ἔργα, [[ἀοιδή]], [[πρόσωπον]] Hom.; [[μέλος]] Pind.; δῶρα Arph.; ὑδάτια Plat.; ζῷα Luc.): [[χαρίεν]] γάρ εἰ … ирон. Xen., Luc. вот было бы недурно, если бы …;<br /><b class="num">2)</b> образованный, культурный, тж. тонкий, остроумный (οἱ χαριέστατοι τῶν Ἑλλήνων Isocr.; τῶν ἰατρῶν οἱ χαρίεντες Arst.): τὰ τῶν χαριέντων σκώμματα Plat. насмешки остряков; λόγον λέξαι χαρίεντα Arph. рассказать занимательную историю; τὸ ἀστεῖόν τε καὶ [[χαρίεν]] Luc. изысканное остроумие; χ. τι и περί τι Plat. или χ. ἐπί τινος Isocr. сведущий (искусный) в чем-л.
}}
}}