3,274,919
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χασκάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, θαμιστικό του [[χάσκω]], [[εξακολουθώ]] να [[μένω]] με ανοιχτό το [[στόμα]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''χασκάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, θαμιστικό του [[χάσκω]], [[εξακολουθώ]] να [[μένω]] με ανοιχτό το [[στόμα]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χασκάζω:''' [frequ. к [[χάσκω]] жадно высматривать, разглядывать (τινά Arph.). | |||
}} | }} |