Anonymous

χασκάζω: Difference between revisions

From LSJ
6
(46)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ<br />[[βλέπω]] ή [[παρατηρώ]] [[κάτι]] με ανοιχτό [[στόμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. του ρ. [[χαίνω]] / [[χάσκω]], [[κατά]] τα ρ. σε -<i>άζω</i>].
|mltxt=ΝΑ<br />[[βλέπω]] ή [[παρατηρώ]] [[κάτι]] με ανοιχτό [[στόμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. του ρ. [[χαίνω]] / [[χάσκω]], [[κατά]] τα ρ. σε -<i>άζω</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χασκάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, θαμιστικό του [[χάσκω]], [[εξακολουθώ]] να [[μένω]] με ανοιχτό το [[στόμα]], σε Αριστοφ.
}}
}}