Anonymous

χασκάζω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χασκάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, θαμιστικό του [[χάσκω]], [[εξακολουθώ]] να [[μένω]] με ανοιχτό το [[στόμα]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''χασκάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, θαμιστικό του [[χάσκω]], [[εξακολουθώ]] να [[μένω]] με ανοιχτό το [[στόμα]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''χασκάζω:''' [frequ. к [[χάσκω]] жадно высматривать, разглядывать (τινά Arph.).
}}
}}