χερσαῖος: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χερσαῖος:''' -α, -ον ([[χέρσος]]), αυτός που βρίσκεται ή που ανήκει στην [[ξηρά]], <i>ὄρνιθες χερσαῖαι</i>, πουλιά της ξηράς, αντίθ. προς <i>λιμναῖοι</i>, σε Ηρόδ.· [[χερσαῖος]] [[κροκόδειλος]], [[κροκόδειλος]], στον ίδ.· επίσης, λέγεται για ανθρώπους της ξηράς, αντίθ. προς τους ανθρώπους της θάλασσας, σε Ευρ., Θουκ.· [[κῦμα]] χερσαῖον στρατοῦ, [[στρατός]], αντίθ. προς τον στόλο, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''χερσαῖος:''' -α, -ον ([[χέρσος]]), αυτός που βρίσκεται ή που ανήκει στην [[ξηρά]], <i>ὄρνιθες χερσαῖαι</i>, πουλιά της ξηράς, αντίθ. προς <i>λιμναῖοι</i>, σε Ηρόδ.· [[χερσαῖος]] [[κροκόδειλος]], [[κροκόδειλος]], στον ίδ.· επίσης, λέγεται για ανθρώπους της ξηράς, αντίθ. προς τους ανθρώπους της θάλασσας, σε Ευρ., Θουκ.· [[κῦμα]] χερσαῖον στρατοῦ, [[στρατός]], αντίθ. προς τον στόλο, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''χερσαῖος:''' <b class="num">1)</b> сухопутный, наземный (ζῷα Her.; ὄφιες Arst.): [[κῦμα]] χερσαίου στρατοῦ Aesch. натиск (досл. волна) сухопутного войска; χ. [[πόρος]] или [[χερσαία]] [[ὁδός]] Anth. сухопутное путешествие;<br /><b class="num">2)</b> удаленный от моря, внутренний, глубинный ([[πόλις]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> земной ([[ἔρως]] Plut.).
}}
}}