3,274,131
edits
(46) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / χερσαῑος, -αία, -ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. -ος Α<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ξηρά]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον θαλάσσιο και τον εναέριο ή τον ιπτάμενο (α. «χερσαίες και ναυτικές δυνάμεις» β. «τὰ χερσαῑα καὶ τὰ θαλάσσια καὶ τὰ πετεινά», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «χερσαίο [[κλίμα]]»<br /><b>(μετεωρ.)</b> το ηπειρωτικό [[κλίμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ζει ή βρίσκεται στη [[στεριά]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον λιμναίο και ποταμήσιο (α. «ἔτρεφον ὄρνιθας χερσαίους καὶ λιμναίους», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «[[ποτάμιον]]... ὑπάρχον καὶ χερσαῑον», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) α) αυτός που ταξιδεύει διά ξηράς, [[οδοιπόρος]]<br />β) αυτός που ζει και εργάζεται στη [[στεριά]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον ναύτη, [[στεριανός]]<br /><b>3.</b> (για [[πόλη]]) [[μεσόγειος]], αυτός που βρίσκεται στην [[ενδοχώρα]] («ἐπιθαλαττίδιος ἔσται... ἤ χερσαία», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ χερσαία</i>- (ενν. [[θήρα]]) το [[κυνήγι]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[ψάρεμα]]<br /><b>5.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ χερσαῑος</i><br />η [[χερσόνησος]]<br /><b>6.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>χερσαῑα</i><br />διά ξηράς<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «ὁδὸς χερσαία» — [[ταξίδι]] διά ξηράς, [[οδοιπορία]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[ταξίδι]] διά θαλάσσης (<b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χέρσος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i>]. | |mltxt=-α, -ο / χερσαῑος, -αία, -ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. -ος Α<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ξηρά]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον θαλάσσιο και τον εναέριο ή τον ιπτάμενο (α. «χερσαίες και ναυτικές δυνάμεις» β. «τὰ χερσαῑα καὶ τὰ θαλάσσια καὶ τὰ πετεινά», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «χερσαίο [[κλίμα]]»<br /><b>(μετεωρ.)</b> το ηπειρωτικό [[κλίμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ζει ή βρίσκεται στη [[στεριά]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον λιμναίο και ποταμήσιο (α. «ἔτρεφον ὄρνιθας χερσαίους καὶ λιμναίους», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «[[ποτάμιον]]... ὑπάρχον καὶ χερσαῑον», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) α) αυτός που ταξιδεύει διά ξηράς, [[οδοιπόρος]]<br />β) αυτός που ζει και εργάζεται στη [[στεριά]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον ναύτη, [[στεριανός]]<br /><b>3.</b> (για [[πόλη]]) [[μεσόγειος]], αυτός που βρίσκεται στην [[ενδοχώρα]] («ἐπιθαλαττίδιος ἔσται... ἤ χερσαία», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ χερσαία</i>- (ενν. [[θήρα]]) το [[κυνήγι]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[ψάρεμα]]<br /><b>5.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ χερσαῑος</i><br />η [[χερσόνησος]]<br /><b>6.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>χερσαῑα</i><br />διά ξηράς<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «ὁδὸς χερσαία» — [[ταξίδι]] διά ξηράς, [[οδοιπορία]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[ταξίδι]] διά θαλάσσης (<b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χέρσος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χερσαῖος:''' -α, -ον ([[χέρσος]]), αυτός που βρίσκεται ή που ανήκει στην [[ξηρά]], <i>ὄρνιθες χερσαῖαι</i>, πουλιά της ξηράς, αντίθ. προς <i>λιμναῖοι</i>, σε Ηρόδ.· [[χερσαῖος]] [[κροκόδειλος]], [[κροκόδειλος]], στον ίδ.· επίσης, λέγεται για ανθρώπους της ξηράς, αντίθ. προς τους ανθρώπους της θάλασσας, σε Ευρ., Θουκ.· [[κῦμα]] χερσαῖον στρατοῦ, [[στρατός]], αντίθ. προς τον στόλο, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |