ὀδύρομαι: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀδύρομαι:''' [ῡ], αποθ. [[κυρίως]] σε ενεστ. και παρατ., Επικ. παρατ. <i>ὀδύρετο</i>, <i>ὀδύροντο</i> ([[χωρίς]] [[αύξηση]]), Ιων. [[ὀδυρέσκετο]]· μέλ. <i>ὀδῠροῦμαι</i>, αόρ. αʹ <i>ὠδῡράμην</i> (σε Τραγ. [[τύπος]] [[δύρομαι]], [[χάριν]] μέτρου), [[θρηνώ]], [[ολοφύρομαι]], [[πενθώ]] για·<br /><b class="num">1.</b> με αιτ. προσ., σε Όμηρ., Σοφ.· με αιτ. πράγμ., <i>ὁ δ' ὀδύρετο [[πατρίδα]] γαῖαν</i>, πενθούσε γι' αυτήν, δηλ. [[επειδή]] του έλειπε, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, <i>νόστον ὀδυρομένη</i>, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. προσ., [[πενθώ]] για κάποιον, για [[χάρη]] κάποιου, σε Όμηρ.·<br /><b class="num">3.</b> με δοτ. προσ., [[ολοφύρομαι]], [[θρηνώ]] για ή ενώπιον άλλων, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> απόλ., [[ολοφύρομαι]], [[πενθώ]], [[θρηνολογώ]], [[μοιρολογώ]], στον ίδ., Ευρ.
|lsmtext='''ὀδύρομαι:''' [ῡ], αποθ. [[κυρίως]] σε ενεστ. και παρατ., Επικ. παρατ. <i>ὀδύρετο</i>, <i>ὀδύροντο</i> ([[χωρίς]] [[αύξηση]]), Ιων. [[ὀδυρέσκετο]]· μέλ. <i>ὀδῠροῦμαι</i>, αόρ. αʹ <i>ὠδῡράμην</i> (σε Τραγ. [[τύπος]] [[δύρομαι]], [[χάριν]] μέτρου), [[θρηνώ]], [[ολοφύρομαι]], [[πενθώ]] για·<br /><b class="num">1.</b> με αιτ. προσ., σε Όμηρ., Σοφ.· με αιτ. πράγμ., <i>ὁ δ' ὀδύρετο [[πατρίδα]] γαῖαν</i>, πενθούσε γι' αυτήν, δηλ. [[επειδή]] του έλειπε, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, <i>νόστον ὀδυρομένη</i>, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. προσ., [[πενθώ]] για κάποιον, για [[χάρη]] κάποιου, σε Όμηρ.·<br /><b class="num">3.</b> με δοτ. προσ., [[ολοφύρομαι]], [[θρηνώ]] για ή ενώπιον άλλων, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> απόλ., [[ολοφύρομαι]], [[πενθώ]], [[θρηνολογώ]], [[μοιρολογώ]], στον ίδ., Ευρ.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: <b class="b2">to wail loudly, to lament, to grieve, to mourn, to bewail</b> (Il.).<br />Other forms: outside the present rare forms, aor. <b class="b3">ὀδύ-ρασθαι</b>. pass. <b class="b3">ὠδύρθην</b>, fut. <b class="b3">ὀδυροῦμαι</b>.<br />Compounds: Also w. prefix, e.g. <b class="b3">ἀπ-</b>, <b class="b3">κατ-</b>.<br />Derivatives: <b class="b3">ὀδυρμός</b> m. (trag., Pl.), <b class="b3">ὄδυρμα</b> n. (trag.) [[wail]], [[lamentation]], <b class="b3">ὀδύρ-της</b> m. <b class="b2">who bursts out in lamentations</b> (Arist.), <b class="b3">-τικός</b> <b class="b2">inclined to lament, to wail</b> (Arist., J. Plu.).<br />Origin: IE [Indo-European]X [probably] [289] <b class="b2">*h₃dur-</b> [[pain]]<br />Etymology: Perhaps a denominative yot-present to the with the <b class="b3">ν-</b>stem in [[ὀδύνη]] (s. d.) alternating <b class="b3">ρ-</b>stem, so prop. <b class="b2">feel pain</b>. As rhime to <b class="b3">μύρομαι</b> arose [[δύρομαι]] (s. v.). Frisk Etyma. Armen. 12 (after Debrunner IF 21, 206).
}}
}}