Anonymous

ὀδύρομαι: Difference between revisions

From LSJ
5
(28)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[ὀδύρομαι]] και, για μετρικούς λόγους, [[δύρομαι]])<br />[[κλαίω]] [[γοερά]], [[θρηνώ]] απαρηγόρητα, [[ολοφύρομαι]], [[ολολύζω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[πενθώ]] («ἵνα μηκέτ' ὀδυρομένη κατὰ θυμὸν αἰῶνα [[φθινύθω]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ὀδύρομαι]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ὀδυρjομαι</i>) ανάγεται πιθ. στην [[ρίζα]] <i>ed</i>- «[[τρώω]]» (<b>πρβλ.</b> [[ὀδύνη]]), παρεκτεταμένη με [[επίθημα]] σε -r. Στο ρ. [[ὀδύρομαι]] η σημ. της ρίζας <i>ed</i>- «[[τρώω]]» χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δηλώσει το σπαρακτικό [[κλάμα]] (για τη σημασιολογική [[εξέλιξη]] <b>βλ.</b>λ. [[οδύνη]]). Τέλος, ο παρλλ. τ. [[δύρομαι]] έχει σχηματιστεί με σίγηση του αρκτ. άτονου φωνήεντος, αναλογικά [[προς]] το [[μύρομαι]] «[[κλαίω]], [[θρηνώ]]»].
|mltxt=(ΑΜ [[ὀδύρομαι]] και, για μετρικούς λόγους, [[δύρομαι]])<br />[[κλαίω]] [[γοερά]], [[θρηνώ]] απαρηγόρητα, [[ολοφύρομαι]], [[ολολύζω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[πενθώ]] («ἵνα μηκέτ' ὀδυρομένη κατὰ θυμὸν αἰῶνα [[φθινύθω]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ὀδύρομαι]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ὀδυρjομαι</i>) ανάγεται πιθ. στην [[ρίζα]] <i>ed</i>- «[[τρώω]]» (<b>πρβλ.</b> [[ὀδύνη]]), παρεκτεταμένη με [[επίθημα]] σε -r. Στο ρ. [[ὀδύρομαι]] η σημ. της ρίζας <i>ed</i>- «[[τρώω]]» χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δηλώσει το σπαρακτικό [[κλάμα]] (για τη σημασιολογική [[εξέλιξη]] <b>βλ.</b>λ. [[οδύνη]]). Τέλος, ο παρλλ. τ. [[δύρομαι]] έχει σχηματιστεί με σίγηση του αρκτ. άτονου φωνήεντος, αναλογικά [[προς]] το [[μύρομαι]] «[[κλαίω]], [[θρηνώ]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀδύρομαι:''' [ῡ], αποθ. [[κυρίως]] σε ενεστ. και παρατ., Επικ. παρατ. <i>ὀδύρετο</i>, <i>ὀδύροντο</i> ([[χωρίς]] [[αύξηση]]), Ιων. [[ὀδυρέσκετο]]· μέλ. <i>ὀδῠροῦμαι</i>, αόρ. αʹ <i>ὠδῡράμην</i> (σε Τραγ. [[τύπος]] [[δύρομαι]], [[χάριν]] μέτρου), [[θρηνώ]], [[ολοφύρομαι]], [[πενθώ]] για·<br /><b class="num">1.</b> με αιτ. προσ., σε Όμηρ., Σοφ.· με αιτ. πράγμ., <i>ὁ δ' ὀδύρετο [[πατρίδα]] γαῖαν</i>, πενθούσε γι' αυτήν, δηλ. [[επειδή]] του έλειπε, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, <i>νόστον ὀδυρομένη</i>, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. προσ., [[πενθώ]] για κάποιον, για [[χάρη]] κάποιου, σε Όμηρ.·<br /><b class="num">3.</b> με δοτ. προσ., [[ολοφύρομαι]], [[θρηνώ]] για ή ενώπιον άλλων, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> απόλ., [[ολοφύρομαι]], [[πενθώ]], [[θρηνολογώ]], [[μοιρολογώ]], στον ίδ., Ευρ.
}}
}}