3,277,286
edits
(6) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σᾰβάκτης:''' -ου, ὁ, αυτός που συντρίβει, που καταστρέφει, που ερειπώνει· λέγεται για κάποιο [[δαιμόνιο]] που έσπαγε κεραμικά [[σκεύη]], σε Όμηρ., Επικ. (αμφίβ. προέλ.). | |lsmtext='''σᾰβάκτης:''' -ου, ὁ, αυτός που συντρίβει, που καταστρέφει, που ερειπώνει· λέγεται για κάποιο [[δαιμόνιο]] που έσπαγε κεραμικά [[σκεύη]], σε Όμηρ., Επικ. (αμφίβ. προέλ.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=σᾰβάκτης, ου, ὁ,<br />a shatterer, [[destroyer]], of a [[goblin]] who broke pots, epic Hom. [deriv. uncertain] | |||
}} | }} |