Anonymous

σαβάκτης: Difference between revisions

From LSJ
1b
(6)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σᾰβάκτης:''' -ου, ὁ, αυτός που συντρίβει, που καταστρέφει, που ερειπώνει· λέγεται για κάποιο [[δαιμόνιο]] που έσπαγε κεραμικά [[σκεύη]], σε Όμηρ., Επικ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''σᾰβάκτης:''' -ου, ὁ, αυτός που συντρίβει, που καταστρέφει, που ερειπώνει· λέγεται για κάποιο [[δαιμόνιο]] που έσπαγε κεραμικά [[σκεύη]], σε Όμηρ., Επικ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σᾰβάκτης, ου, ὁ,<br />a shatterer, [[destroyer]], of a [[goblin]] who broke pots, epic Hom. [deriv. uncertain]
}}
}}