ἀνασπαστός: Difference between revisions

1a
(2)
(1a)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνασπαστός:''' -όν,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει ανασυρθεί, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[βιαίως]] μετοικιζόμενος από την [[πατρίδα]] του, για φυλές υποχρεωμένες να μετοικήσουν στην Κεντρική Ασία, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πόρτα ή [[πύλη]], ανασυρμένη προς τα [[πίσω]], ανοιχτή, σε Σοφ.
|lsmtext='''ἀνασπαστός:''' -όν,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει ανασυρθεί, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[βιαίως]] μετοικιζόμενος από την [[πατρίδα]] του, για φυλές υποχρεωμένες να μετοικήσουν στην Κεντρική Ασία, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πόρτα ή [[πύλη]], ανασυρμένη προς τα [[πίσω]], ανοιχτή, σε Σοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[From [[ἀνασπάω]]<br /><b class="num">I.</b> [[drawn]] up, Ar.<br /><b class="num">II.</b> dragged up the [[country]], of tribes compelled to [[emigrate]] [[into]] Central [[Asia]], Hdt.<br /><b class="num">2.</b> of a [[door]] or [[gate]], [[drawn]] [[back]], opened, Soph.
}}
}}