ἀνασπαστός
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ἀνασπαστόν,
A drawn up, Ar.V.382: but mostly, dragged up the country, of tribes compelled to emigrate into Central Asia, ἀνασπαστοὺς ποιῆσαι τοὺς Παίονας ἐς τὴν Ἀσίην Hdt.5.12; τούτους ἐξ Αἰγύπτου ἀ. ἐποίησαν παρὰ βασιλέα Id.4.204, cf. 6.9, 32; τοὺς ἀ. κατοικίζειν Id.3.93; εὐθὺς ἀνασπαστός removing hastily, Plb.2.53.5.
2 of a door or gate, drawn back, opened from inside, S.Ant.1186.
II as substantive, οἱ ἀνασπαστοί (sc. ἱμάντες) latchets, Ath.12. 543f.
Spanish (DGE)
-όν
• Alolema(s): ἀνάσπαστος Hdt.4.204, 3.93, 5.106, 6.9, Theopomp.Hist.291, I.AI 14.142, Ap.1.194, Plb.2.53.5
I 1levantado, izado κἀνασπαστὸν ποιεῖν (με) Ar.V.382
•levantado, arrancado τά τε δένδρεα ἀνασπαστὰ πρόρριζα γίνεται διὰ τὴν βίην τοῦ πνεύματος Hp.Flat.3
•arrebatado, llevado ἀνάσπαστος γέγονε D.10.32.
2 llevado tierra adentro ἀνάσπαστος ὡς βασιλέα γενόμενος Theopomp.Hist.291
•deportado tierra adentro esp. hacia Persia ἀνασπάστους ἐποίησαν παρὰ βασιλέα Hdt.4.204, cf. 6.32, ἀνασπαστοὺς ποιῆσαι (Παίονας) ἐκ τῆς Εὐρώπης ἐς Ἀσίην Hdt.5.12, ἐμὲ ἀπὸ θαλάσσης ἀνάσπαστον ἐποίησας Hdt.5.106, τὰς δὲ παρθένους ἀνασπάστους ἐς Βάκτρα Hdt.6.9, πρὸς βασιλέα X.Mem.4.2.33, εἰς Βαβυλῶνα I.Ap.1.194
•simpl. deportado ἐν τῇσι τοὺς ἀνασπάστους καλεομένους κατοικίζει βασιλεύς Hdt.3.93, 7.80, εἰς Ῥώμην ἀνάσπαστον I.AI 14.142.
II que se aprieta ἀνασπαστούς τε δεδράγχας lazos que se aprietan, AP 6.109 (Antip.)
•subst. cordones para atarse el calzado χρυσοῖς ἀνασπαστοῖς Ath.543f.
III 1de una puerta que se abre hacia adentro S.Ant.1186.
2 que se retira εὐθὺς ἀνάσπαστος retirándose inmediatamente Plb.2.53.5.
German (Pape)
[Seite 208] aufgezogen, weggezogen, πύλη, eine zurückgezogene, geöffnete Tür, Soph. Ant. 1171 (ἀνασπαστός ist falsch betont). Bei Her. 7, 80 aus seinem Vaterlande verbannt; ἀνάσπαστον ποιεῖν, vertreiben, 4, 204 u. öfter; vgl. ἀνάσπαστον ἄγειν τινά Plut. Luc. 14; Pol. 24, 8; freiwillig fortgehend, 2, 53; – οἱ ἀνάσπαστοι, bei Ael. V. H. 9, 11 u. Ath. XII, 543 e, Schuhriemen.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. (ἀνά, en haut) tiré en haut ; οἱ ἀνάσπαστοι (ἱμάντες), ou τὰ ἀνάσπαστα courroies de sandales (attachées sur le pied);
II. (ἀνά, en arrière);
1 tiré en arrière : ἀνάσπαστος πύλη SOPH porte qu'on ouvre en tirant un verrou (non en le soulevant);
2 p. ext. entraîné, emmené : ἀνάσπαστον ποιεῖν τινα HDT forcer qqn d'émigrer ; abs. οἱ ἀνάσπαστοι HDT les exilés.
Étymologie: ἀνασπάω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάσπαστος: или ἀνασπαστός 2
1 оттянутый назад, т. е. отворенный (πύλη Soph.);
2 приведенный насильно: ἀνασπαστόν τινα ποιεῖν εἴσω Arph. силой притащить кого-л. в дом;
3 силой уведенный, похищенный (θυγατέρες καὶ γυναῖκες Plut.);
4 переселенный, выселенный (ἀνάσπαστον ποιεῖν τινα ἐξ Αἰγύπτου и ἐς τὴν Ἀσίην Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνασπαστός: -όν, ἢ ἀνάσπαστος, ον: ― κατὰ τὸν ἐν Ἐτυμ. Μ. 269. 3, κανόνα ὁ ὀξύτονος τύπος εἶναι ὁ μόνος ὀρθός, ἀλλ’ ἐν τοῖς χειρογρ. καὶ ἐν ταῖς ἐκδόσεσιν ἐπικρατεῖ ὁ προπαροξύτονος: ― ὁ ἀνασυρθείς, ὁ πρὸς τὰ ἄνω ἀχθείς, Ἀριστοφ. Σφ. 382: ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ὁ μετοικιζόμενος διὰ τῆς βίας ἐκ τῆς ἑαυτοῦ πατρίδος εἰς ἄλλην χώραν, Παίονας.. ἀνασπάστους ποιῆσαι ἐκ τῆς Εὐρώπης ἐς τὴν Ἀσίην Ἡρόδ. 5. 12· τούτους δὲ ἐκ τῆς Αἰγύπτου ἀνασπάστους ἐποίησαν παρὰ βασιλέα ὁ αὐτ. 4. 204, πρβλ. 6. 9. 32· τοὺς ἀνασπάστους.. κατοικίζει βασιλεὺς ὁ αὐτ. 3. 93, πρβλ. Βαλκ. ἐν 7. 80: παλίννοστος, σπεύδων, Πολύβ. 2. 53, 5. 2) ἐπὶ θύρας ἢ πύλης, πρὸς τὰ ἔσω ἀνοιγομένης, καὶ τυγχάνω τε κλῇθρ’ ἀνασπαστοῦ πύλης χαλῶσα Σοφ. Ἀντ. 1186. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., οἱ ἀνασπαστοὶ (ἐνν. ἱμάντες), λωρία ὑποδημάτων, ἴδε ἐν λ. ἀναγωγεύς.
Greek Monolingual
ἀνάσπαστος, -η, -ον και ανασπαστός, -ή, -όν (Α) ανασπώ
1. αυτός που έχει ανασυρθεί
2. αυτός που εξαναγκάζεται να μετοικήσει από την πατρίδα του σε άλλη χώρα
3. (για πύλη) αυτός που ανοίγει προς τα μέσα
3. ως ουσ. οι ανάσπαστοι
οι ιμάντες των υποδημάτων, τα κορδόνια.
Greek Monotonic
ἀνασπαστός: -όν,
I. αυτός που έχει ανασυρθεί, σε Αριστοφ.
II. 1. βιαίως μετοικιζόμενος από την πατρίδα του, για φυλές υποχρεωμένες να μετοικήσουν στην Κεντρική Ασία, σε Ηρόδ.
2. λέγεται για πόρτα ή πύλη, ανασυρμένη προς τα πίσω, ανοιχτή, σε Σοφ.
Middle Liddell
From ἀνασπάω
I. drawn up, Ar.
II. dragged up the country, of tribes compelled to emigrate into Central Asia, Hdt.
2. of a door or gate, drawn back, opened, Soph.