Anonymous

ἀνασπαστός: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνάσπαστος]], -η, -ον και ανασπαστός, -ή, -όν (Α) [[ανασπώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ανασυρθεί<br /><b>2.</b> αυτός που εξαναγκάζεται να μετοικήσει από την [[πατρίδα]] του σε [[άλλη]] [[χώρα]]<br /><b>3.</b> (για [[πύλη]]) αυτός που ανοίγει [[προς]] τα [[μέσα]]<br /><b>3.</b> <b>ως ουσ.</b> <i>οι ανάσπαστοι</i><br />οι ιμάντες των [[υποδημάτων]], τα κορδόνια.
|mltxt=[[ἀνάσπαστος]], -η, -ον και ανασπαστός, -ή, -όν (Α) [[ανασπώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ανασυρθεί<br /><b>2.</b> αυτός που εξαναγκάζεται να μετοικήσει από την [[πατρίδα]] του σε [[άλλη]] [[χώρα]]<br /><b>3.</b> (για [[πύλη]]) αυτός που ανοίγει [[προς]] τα [[μέσα]]<br /><b>3.</b> <b>ως ουσ.</b> <i>οι ανάσπαστοι</i><br />οι ιμάντες των [[υποδημάτων]], τα κορδόνια.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνασπαστός:''' -όν,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει ανασυρθεί, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[βιαίως]] μετοικιζόμενος από την [[πατρίδα]] του, για φυλές υποχρεωμένες να μετοικήσουν στην Κεντρική Ασία, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πόρτα ή [[πύλη]], ανασυρμένη προς τα [[πίσω]], ανοιχτή, σε Σοφ.
}}
}}