χρηστηριάζω: Difference between revisions

1b
(6)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χρηστηριάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, [βλ. [[χράω]] Γ. I].<br /><b class="num">I.</b> [[δίνω]] χρησμούς, [[προφητεύω]], σε Στράβ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., όπως το [[χράομαι]], [[λαμβάνω]] χρησμό, συμβουλεύομαι χρησμό, σε Ηρόδ.· [[χρηστηριάζω]], συμβουλεύομαι θεό, όπως <i>χρήσασθαι θεῷ</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''χρηστηριάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, [βλ. [[χράω]] Γ. I].<br /><b class="num">I.</b> [[δίνω]] χρησμούς, [[προφητεύω]], σε Στράβ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., όπως το [[χράομαι]], [[λαμβάνω]] χρησμό, συμβουλεύομαι χρησμό, σε Ηρόδ.· [[χρηστηριάζω]], συμβουλεύομαι θεό, όπως <i>χρήσασθαι θεῷ</i>, στον ίδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[χρηστηριάζω]], like χράω3]<br /><b class="num">I.</b> to [[give]] oracles, [[prophesy]], Strab.<br /><b class="num">II.</b> Mid., like [[χράομαι]], to [[have]] an [[oracle]] given one, [[consult]] an [[oracle]], Hdt.; χρ. θεῷ to [[consult]] a god, like χρήσασθαι θεῷ, Hdt. [from [[χρηστήριον]]
}}
}}