Anonymous

χρηστηριάζω: Difference between revisions

From LSJ
6
(47b)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[χρηστήριος]]<br /><b>1.</b> [[χρησμοδοτώ]]<br /><b>2.</b> (συν. μέσ.) <i>χρηστηριάζομαι</i><br />α) συμβουλεύομαι [[μαντείο]], [[ζητώ]] και [[παίρνω]] χρησμό («ἐπειρώτα δὲ [[τάδε]] χρηστηριαζόμενος», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) (σε συνεκφ. με τη δοτ. <i>θεῷ</i>) [[επερωτώ]] κάποιον θεό<br />γ) (σε συνεκφ. με τη δοτ. <i>ἱροῑσι</i>) [[προλέγω]] το [[μέλλον]] [[αφού]] εξετάσω τα θυσιασμένα ζώα.
|mltxt=Α [[χρηστήριος]]<br /><b>1.</b> [[χρησμοδοτώ]]<br /><b>2.</b> (συν. μέσ.) <i>χρηστηριάζομαι</i><br />α) συμβουλεύομαι [[μαντείο]], [[ζητώ]] και [[παίρνω]] χρησμό («ἐπειρώτα δὲ [[τάδε]] χρηστηριαζόμενος», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) (σε συνεκφ. με τη δοτ. <i>θεῷ</i>) [[επερωτώ]] κάποιον θεό<br />γ) (σε συνεκφ. με τη δοτ. <i>ἱροῑσι</i>) [[προλέγω]] το [[μέλλον]] [[αφού]] εξετάσω τα θυσιασμένα ζώα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''χρηστηριάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, [βλ. [[χράω]] Γ. I].<br /><b class="num">I.</b> [[δίνω]] χρησμούς, [[προφητεύω]], σε Στράβ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., όπως το [[χράομαι]], [[λαμβάνω]] χρησμό, συμβουλεύομαι χρησμό, σε Ηρόδ.· [[χρηστηριάζω]], συμβουλεύομαι θεό, όπως <i>χρήσασθαι θεῷ</i>, στον ίδ.
}}
}}