ἐλευθερουργός: Difference between revisions

1ab
(4)
(1ab)
 
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐλευθερουργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), [[αριστοκρατικός]], [[ευγενής]], [[αγέρωχος]], [[αλαζονικός]], λέγεται για [[άλογο]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐλευθερουργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), [[αριστοκρατικός]], [[ευγενής]], [[αγέρωχος]], [[αλαζονικός]], λέγεται για [[άλογο]], σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐλευθερ-ουργός, όν [*[[ἔργω]]<br />[[bearing]] [[himself]] [[freely]] or [[nobly]], of the [[horse]], Xen.
}}
}}