ἐλευθερουργός

From LSJ

Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns

Menander, Monostichoi, 474

German (Pape)

[Seite 796] sich frei geberdend, sich brüstend, vom Pferde, f. l. für ἐθελουργός, Poll. 1, 194; Xen. de re equ. 10, 17.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλευθερουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ ποιῶν ἐλευθέρας κινήσεις, ὁ βαδίζων γαύρως ἐπὶ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 10, 17.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ libertador Poll.3.120.

Greek Monolingual

ἐλευθερουργός, -όν (Α)
(για ίππο) αυτός που κινείται ελεύθερα, χωρίς χαλινάρια.

Greek Monotonic

ἐλευθερουργός: -όν (*ἔργω), αριστοκρατικός, ευγενής, αγέρωχος, αλαζονικός, λέγεται για άλογο, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἐλευθερ-ουργός, όν [*ἔργω
bearing himself freely or nobly, of the horse, Xen.