ἐλευθερουργός
From LSJ
Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns
German (Pape)
[Seite 796] sich frei geberdend, sich brüstend, vom Pferde, f. l. für ἐθελουργός, Poll. 1, 194; Xen. de re equ. 10, 17.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλευθερουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ ποιῶν ἐλευθέρας κινήσεις, ὁ βαδίζων γαύρως ἐπὶ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 10, 17.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ libertador Poll.3.120.
Greek Monolingual
ἐλευθερουργός, -όν (Α)
(για ίππο) αυτός που κινείται ελεύθερα, χωρίς χαλινάρια.
Greek Monotonic
ἐλευθερουργός: -όν (*ἔργω), αριστοκρατικός, ευγενής, αγέρωχος, αλαζονικός, λέγεται για άλογο, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἐλευθερ-ουργός, όν [*ἔργω
bearing himself freely or nobly, of the horse, Xen.