3,252,086
edits
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
m (Text replacement - ">" to ">") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[ἀναβιβάζω]])<br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον ή [[κάτι]] να ανεβεί, [[τοποθετώ]] σε υψηλότερη [[θέση]], [[ανεβάζω]]<br /><b>2.</b> (ως γραμμ. όρος) [[μεταθέτω]] τον τόνο [[προς]] την [[αρχή]] της λέξης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πλοία) [[έλκω]], [[σύρω]] από τη [[θάλασσα]] [[προς]] την [[ξηρά]]<br /><b>2.</b> (μέσ. για πλοία) [[επιβιβάζω]]<br /><b>3.</b> (ενεργ. και μέσ.) α) [[προσάγω]] κάποιον στο δικαστήριο ως μάρτυρα<br />β) (για ένοχο ή υπόδικο) [[προσάγω]] τη [[γυναίκα]] του ή τα [[παιδιά]] του στο δικαστήριο για να προκαλέσω τον οίκτο τών δικαστών<br /><b>4.</b> (το αρσ. της μτχ. του ενεστ. ως επίθ. ή ουσ. στην Αστρον.) «ὁ ἀναβιβάζων ([[σύνδεσμος]])», [[σημείο]] τομής της ελλειπτικής από την [[τροχιά]] ουράνιου σώματος, όταν αυτό ανέρχεται από το Νότιο στο Βόρειο Ημισφαίριο<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἀναβιβάζομαι εἰς τιμήν», [[ανέρχομαι]] σε ύψιστα αξιώματα «[[ἀναβιβάζω]] ἐπί τήν σκηνήν», [[παρουσιάζω]] στη [[σκηνή]] του θεάτρου<br />«[[ἀναβιβάζω]] τους φθόγγους», [[χαμηλώνω]], [[μετριάζω]] τη [[φωνή]] μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνά</i> <span style="color: red;">+</span> [[βιβάζω]]. Το ρ. [[ἀναβιβάζω]] έδωσε με [[απλολογία]] (ανομοιωτική σίγηση της συλλαβής -<i>βι</i>-) το μσν. <i>ἀναβάζω</i> | |mltxt=(Α [[ἀναβιβάζω]])<br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον ή [[κάτι]] να ανεβεί, [[τοποθετώ]] σε υψηλότερη [[θέση]], [[ανεβάζω]]<br /><b>2.</b> (ως γραμμ. όρος) [[μεταθέτω]] τον τόνο [[προς]] την [[αρχή]] της λέξης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πλοία) [[έλκω]], [[σύρω]] από τη [[θάλασσα]] [[προς]] την [[ξηρά]]<br /><b>2.</b> (μέσ. για πλοία) [[επιβιβάζω]]<br /><b>3.</b> (ενεργ. και μέσ.) α) [[προσάγω]] κάποιον στο δικαστήριο ως μάρτυρα<br />β) (για ένοχο ή υπόδικο) [[προσάγω]] τη [[γυναίκα]] του ή τα [[παιδιά]] του στο δικαστήριο για να προκαλέσω τον οίκτο τών δικαστών<br /><b>4.</b> (το αρσ. της μτχ. του ενεστ. ως επίθ. ή ουσ. στην Αστρον.) «ὁ ἀναβιβάζων ([[σύνδεσμος]])», [[σημείο]] τομής της ελλειπτικής από την [[τροχιά]] ουράνιου σώματος, όταν αυτό ανέρχεται από το Νότιο στο Βόρειο Ημισφαίριο<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἀναβιβάζομαι εἰς τιμήν», [[ανέρχομαι]] σε ύψιστα αξιώματα «[[ἀναβιβάζω]] ἐπί τήν σκηνήν», [[παρουσιάζω]] στη [[σκηνή]] του θεάτρου<br />«[[ἀναβιβάζω]] τους φθόγγους», [[χαμηλώνω]], [[μετριάζω]] τη [[φωνή]] μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνά</i> <span style="color: red;">+</span> [[βιβάζω]]. Το ρ. [[ἀναβιβάζω]] έδωσε με [[απλολογία]] (ανομοιωτική σίγηση της συλλαβής -<i>βι</i>-) το μσν. <i>ἀναβάζω</i> > [[ανεβάζω]] (πρβλ. και [[διαβιβάζω]] > [[διαβάζω]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αναβιβασμός]] <b>νεοελλ.</b> [[αναβίβαση]] (-<i>ις</i>), [[αναβιβαστήρας]] (-<i>ήρ</i>), [[αναβίβαστρο]]]. | ||
}} | }} |