αναβιβάζω

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source

Greek Monolingual

ἀναβιβάζω)
1. κάνω κάποιον ή κάτι να ανεβεί, τοποθετώ σε υψηλότερη θέση, ανεβάζω
2. (ως γραμμ. όρος) μεταθέτω τον τόνο προς την αρχή της λέξης
αρχ.
1. (για πλοία) έλκω, σύρω από τη θάλασσα προς την ξηρά
2. (μέσ. για πλοία) επιβιβάζω
3. (ενεργ. και μέσ.) α) προσάγω κάποιον στο δικαστήριο ως μάρτυρα
β) (για ένοχο ή υπόδικο) προσάγω τη γυναίκα του ή τα παιδιά του στο δικαστήριο για να προκαλέσω τον οίκτο τών δικαστών
4. (το αρσ. της μτχ. του ενεστ. ως επίθ. ή ουσ. στην Αστρον.) «ὁ ἀναβιβάζων (σύνδεσμος)», σημείο τομής της ελλειπτικής από την τροχιά ουράνιου σώματος, όταν αυτό ανέρχεται από το Νότιο στο Βόρειο Ημισφαίριο
5. φρ. «ἀναβιβάζομαι εἰς τιμήν», ανέρχομαι σε ύψιστα αξιώματα «ἀναβιβάζω ἐπί τήν σκηνήν», παρουσιάζω στη σκηνή του θεάτρου
«ἀναβιβάζω τους φθόγγους», χαμηλώνω, μετριάζω τη φωνή μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνά + βιβάζω. Το ρ. ἀναβιβάζω έδωσε με απλολογία (ανομοιωτική σίγηση της συλλαβής -βι-) το μσν. ἀναβάζω > ανεβάζω (πρβλ. και διαβιβάζω > διαβάζω).
ΠΑΡ. αναβιβασμός νεοελλ. αναβίβαση (-ις), αναβιβαστήρας (-ήρ), αναβίβαστρο].