μεγαίρω: Difference between revisions

m
Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεγαίρω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως μεγάλο ή ως [[πάρα]] πολύ μεγάλο<br /><b>2.</b> [[ζηλεύω]], [[φθονώ]] [[κάτι]] που έχει [[κάποιος]] [[επειδή]] το [[θεωρώ]] ως πολύ μεγάλο γι' αυτόν (α. «μέγηρε γὰρ οἱ το γ' [[Ἀπόλλων]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[μηδὲ]] μεγήρῃς ἡμῑν εὐχομένοισι τελευτῆσαι [[τάδε]] ἔργα», <b>Ομ. Οδ.</b><br />γ. «ἀμφὶ δὲ νεκροῑσιν κατακαιέμεν οὔ τι [[μεγαίρω]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[βασκαίνω]], [[ματιάζω]] («ἐχθοδοποῑσιν ὄμμασι χαλκείοιο Τάλω ἐμέγηρεν ὀπωπάς», Απολλ.Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[μεγαίρω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>μεγαρ</i>-<i>jω</i>) με [[επένθεση]] του -<i>j</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[γεραίρω]], [[εχθαίρω]]) συνδέεται με αρμ. <i>mecarem</i> «[[εκτιμώ]]». Το ρ. έχει παραχθεί πιθ. από ένα αμάρτυρο <i>μεγαρ</i> ή <i>μεγαρός</i> <span style="color: red;"><</span> [[μέγας]] (για τη σημασιολογική [[εξέλιξη]] του ρήματος από «[[θεωρώ]] [[κάτι]] μεγάλο, [[θαυμάζω]]» σε «[[ζηλεύω]], [[φθονώ]], [[ματιάζω]]» <b>βλ.</b> και λ. [[άγαμαι]])].
|mltxt=[[μεγαίρω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως μεγάλο ή ως [[πάρα]] πολύ μεγάλο<br /><b>2.</b> [[ζηλεύω]], [[φθονώ]] [[κάτι]] που έχει [[κάποιος]] [[επειδή]] το [[θεωρώ]] ως πολύ μεγάλο γι' αυτόν (α. «μέγηρε γὰρ οἱ το γ' [[Ἀπόλλων]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[μηδὲ]] μεγήρῃς ἡμῖν εὐχομένοισι τελευτῆσαι [[τάδε]] ἔργα», <b>Ομ. Οδ.</b><br />γ. «ἀμφὶ δὲ νεκροῑσιν κατακαιέμεν οὔ τι [[μεγαίρω]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[βασκαίνω]], [[ματιάζω]] («ἐχθοδοποῑσιν ὄμμασι χαλκείοιο Τάλω ἐμέγηρεν ὀπωπάς», Απολλ.Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[μεγαίρω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>μεγαρ</i>-<i>jω</i>) με [[επένθεση]] του -<i>j</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[γεραίρω]], [[εχθαίρω]]) συνδέεται με αρμ. <i>mecarem</i> «[[εκτιμώ]]». Το ρ. έχει παραχθεί πιθ. από ένα αμάρτυρο <i>μεγαρ</i> ή <i>μεγαρός</i> <span style="color: red;"><</span> [[μέγας]] (για τη σημασιολογική [[εξέλιξη]] του ρήματος από «[[θεωρώ]] [[κάτι]] μεγάλο, [[θαυμάζω]]» σε «[[ζηλεύω]], [[φθονώ]], [[ματιάζω]]» <b>βλ.</b> και λ. [[άγαμαι]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm