Anonymous

μεγαίρω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγαίρω''': ἀόρ. ἐμέγηρα, (ἐκ τοῦ [[μέγας]], ὡς τὸ [[γεραίρω]] ἐκ τοῦ [[γέρας]])· - [[κυρίως]], [[βλέπω]] ἐπί τι [[πρᾶγμα]] ὡς μέγα ἢ παραπολὺ μέγα· [[ὁπόθεν]] λαμβάνομεν τὰς ἐννοίας τῆς κακῆς διαθέσεως καὶ τοῦ φθόνου, αἵτινες [[ταχέως]] προσεκολλήθησαν εἰς τὴν λέξιν· [[ὅθεν]], I. δὲν [[παρέχω]] τι εἴς τινα ὡς καθ’ ὑπερβολὴν μέγα δι’ αὐτόν, ἐκ φθόνου δὲν ἀφίνω αὐτὸν νὰ τὸ ἔχῃ, φθονῶ, μέγηρε γὰρ οἱ τόγ’ [[Ἀπόλλων]] Ἰλ. Ψ. 865· ἐγὼ δέ τοι οὔ τι [[μεγαίρω]] Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 66. 2) μετ’ ἀπαρ. ἀντὶ αἰτ. πράγμ., [[μηδὲ]] μεγήρῃς ἡμῖν εὐχομένοισι τελευτῆσαι τάδε ἔργα, [[μηδὲ]] φθονήσῃς ἡμῖν..., Ὀδ. Γ. 55, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 465· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., μνηστῆρας... [[οὔτι]] [[μεγαίρω]] ἔρδειν ἔργα βίαια, δὲν παραπονοῦμαι ὅτι..., Ὀδ. Β. 235· ἀκολούθως [[ἁπλῶς]] μετ’ ἀπαρ., ἀμφὶ δὲ νεκροῖσι - κατακαιέμεν οὔ τι [[μεγαίρω]], δὲν [[ἀντιλέγω]] εἰς τὴν κατάκαυσιν τῶν νεκρῶν, Ἰλ. Η. 408· οὕτω πιθ., [[τάων]] οὔ τι ἐγὼ πρόσθ’ ἵσταμαι, οὐδὲ [[μεγαίρω]] (ἐνν. διαπέρσαι, πρβλ. στίχ. 53) Δ. 54· - ἂν καὶ ἠδύνατο τοῦτο νὰ ὑπαχθῇ εἰς τὴν διαίρεσιν 5. 3) μόνον [[μετὰ]] δοτ. προσ., [[αἰσθάνομαι]] φθόνον [[ἐναντίον]] τινός, Δαναοῖσι μεγήρας Ο. 473. 4) ἀπολ., ἢ πύξ, ἠὲ πάλῃ, ἢ καὶ ποσὶν - [[οὔτι]] [[μεγαίρω]], δέν μοι [[μέλει]] πῶς, Ὀδ. Θ. 206. 5) [[μετὰ]] γεν. πράγμ., ἀμενήνωσεν δὲ οἱ αἰχμήν... Ποσειδάων, βιότοιο μεγήρας, ὁ [[Ποσειδῶν]] ἐματαίωσε τὴν αἰχμὴν «φθονήσας Ἀδάμαντι μὴ τὸν βίον Ἀντιλόχου ἀφέληται» (Σχόλ.) Ἰλ. Ν. 563· οὐ... μ. τοῦδέ σοι δωρήματος Αἰσχύλ. Πρ. 626· μοι... ἐμέγηρε τόκοιο Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 289· πρβλ. [[φθονέω]] I. 3. 6) Παθ., φθονοῦμαι, Ἀνθ. Π. 9. 645. II. παρ’ Ἀπ. Ροδ., μεταχειρίζομαί τινα ὡς ἐχθρόν, καὶ ἔτι [[μᾶλλον]] [[ὡρισμένως]], [[θέλγω]], [[μαγεύω]], Λατ. fascinare, ὄμμασιν ἐμέγηρεν ὀπωπὰς Δ. 1670. - Πλείονα ἴδε ἐν Buttm.-Lexil. ἐν λ.
|lstext='''μεγαίρω''': ἀόρ. ἐμέγηρα, (ἐκ τοῦ [[μέγας]], ὡς τὸ [[γεραίρω]] ἐκ τοῦ [[γέρας]])· - [[κυρίως]], [[βλέπω]] ἐπί τι [[πρᾶγμα]] ὡς μέγα ἢ παραπολὺ μέγα· [[ὁπόθεν]] λαμβάνομεν τὰς ἐννοίας τῆς κακῆς διαθέσεως καὶ τοῦ φθόνου, αἵτινες [[ταχέως]] προσεκολλήθησαν εἰς τὴν λέξιν· [[ὅθεν]], I. δὲν [[παρέχω]] τι εἴς τινα ὡς καθ’ ὑπερβολὴν μέγα δι’ αὐτόν, ἐκ φθόνου δὲν ἀφίνω αὐτὸν νὰ τὸ ἔχῃ, φθονῶ, μέγηρε γὰρ οἱ τόγ’ [[Ἀπόλλων]] Ἰλ. Ψ. 865· ἐγὼ δέ τοι οὔ τι [[μεγαίρω]] Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 66. 2) μετ’ ἀπαρ. ἀντὶ αἰτ. πράγμ., [[μηδὲ]] μεγήρῃς ἡμῖν εὐχομένοισι τελευτῆσαι τάδε ἔργα, [[μηδὲ]] φθονήσῃς ἡμῖν..., Ὀδ. Γ. 55, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 465· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., μνηστῆρας... [[οὔτι]] [[μεγαίρω]] ἔρδειν ἔργα βίαια, δὲν παραπονοῦμαι ὅτι..., Ὀδ. Β. 235· ἀκολούθως [[ἁπλῶς]] μετ’ ἀπαρ., ἀμφὶ δὲ νεκροῖσι - κατακαιέμεν οὔ τι [[μεγαίρω]], δὲν [[ἀντιλέγω]] εἰς τὴν κατάκαυσιν τῶν νεκρῶν, Ἰλ. Η. 408· οὕτω πιθ., [[τάων]] οὔ τι ἐγὼ πρόσθ’ ἵσταμαι, οὐδὲ [[μεγαίρω]] (ἐνν. διαπέρσαι, πρβλ. στίχ. 53) Δ. 54· - ἂν καὶ ἠδύνατο τοῦτο νὰ ὑπαχθῇ εἰς τὴν διαίρεσιν 5. 3) μόνον μετὰ δοτ. προσ., [[αἰσθάνομαι]] φθόνον [[ἐναντίον]] τινός, Δαναοῖσι μεγήρας Ο. 473. 4) ἀπολ., ἢ πύξ, ἠὲ πάλῃ, ἢ καὶ ποσὶν - [[οὔτι]] [[μεγαίρω]], δέν μοι [[μέλει]] πῶς, Ὀδ. Θ. 206. 5) μετὰ γεν. πράγμ., ἀμενήνωσεν δὲ οἱ αἰχμήν... Ποσειδάων, βιότοιο μεγήρας, ὁ [[Ποσειδῶν]] ἐματαίωσε τὴν αἰχμὴν «φθονήσας Ἀδάμαντι μὴ τὸν βίον Ἀντιλόχου ἀφέληται» (Σχόλ.) Ἰλ. Ν. 563· οὐ... μ. τοῦδέ σοι δωρήματος Αἰσχύλ. Πρ. 626· μοι... ἐμέγηρε τόκοιο Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 289· πρβλ. [[φθονέω]] I. 3. 6) Παθ., φθονοῦμαι, Ἀνθ. Π. 9. 645. II. παρ’ Ἀπ. Ροδ., μεταχειρίζομαί τινα ὡς ἐχθρόν, καὶ ἔτι [[μᾶλλον]] [[ὡρισμένως]], [[θέλγω]], [[μαγεύω]], Λατ. fascinare, ὄμμασιν ἐμέγηρεν ὀπωπὰς Δ. 1670. - Πλείονα ἴδε ἐν Buttm.-Lexil. ἐν λ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly