στερέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στερέω''': γ΄ ἑνικ. προστ. στερείτω Πλάτ. Νόμ. 958Ε· ἄλλως ὁ ἐνεστὼς ἀπαντᾷ μόνον ἐν τῷ τύπῳ [[στερίσκω]] καὶ ἐν τῷ συνθέτ. ἀποστερῶ· - μέλλ. στερήσω Σοφ. Ἀντ. 574, ἀλλὰ στερῶ Αἰσχύλ. Πρ. 862· - ἀόρ. ἐστέρησα Εὐρ. Ἀνδρ. 1213, Πλάτ., ἀλλ’ ἀπαρ. στερέσαι Ὀδ. Ν. 262· ἐστέρεσεν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 325. 14· στερέσας [[αὐτόθι]] 624. 6· - πρκμ. ἐστέρηκα Πολύβ. 31. 19, 7, (ἀπ-) Θουκ., κλπ. - Παθ., ὁ ἐνεστ. σχεδὸν δὲν εὑρίσκεται εἰ μὴ ἐν τοῖς τύποις [[στέρομαι]], σερίσκομαι (ἴδε Δινδ. εἰς Ξεν. Κύρ. 7. 3, 14, Ἀν. 1. 9, 13)· μέλλ. στερηθήσομαι Διόδ. 4. 23, Δίων Κ. 41. 7, κτλ.· καὶ ὡς διάφ. γραφ. παρ’ Ἰσοκρ. 121C (πρβλ. 146C), ἀλλ’ ἐν τοῖς ἀρίστοις Ἀντιγράφοις στερήσομαι ὡς παρὰ Σοφ. ἐν Ἠλ. 1210, Θουκ. 3. 2, Ξεν. Ἀν. 1. 4, 8., 4. 5, 28, Ἀπομν. 1. 1, 8· - ἀόρ. ἐστερήθην, ἴδε κατωτ.· ποιητ. [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἀορ. μετοχ. στερεὶς Εὐρ. Ἄλκ. 622, Ἑκ. 623, Ἑλ. 95. Ἠλ. 736· - πρκμ. ἐστέρημαι, ἴδε κατωτ.· ἐν τοῖς Ὀξων. Ἀνεκδ. ἐστέρεσμαι· - ὑπερσ. ἐστέρητο Θουκ. 2. 65. (Ἐκ τῆς √ΣΤΕΡ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ στερίσκω, στέρομαι· πρβλ. Γοτθ. stil-a (steal).) Ἀποστερῶ, [[ἁρπάζω]], ἀπογυμνῶ τινος, μετ’ αἰτ. προσώπ. καὶ γεν. πράγματ., οὕνεκά με στερέσαι τῆς ληίδος ἤθελε Ὀδ. Ν. 262· ἄνδρ’ ἕκαστον αἰῶνος στερεῖ Αἰσχύλ. Πρ. 862, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 574, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 807, κτλ.· στ. τῆς σωτηρίας, τῆς ψυχῆς, κτλ., Θουκ. 7. 71, Πλάτ., κλπ., μὴ στερείτω τὸν ζῶνθ’ ἡμῶν Πλάτ. Νόμ. 958Ε. - Παθητ., στεροῦμαι, ἀπογυμνοῦμαι ἀπό τινος, [[μετὰ]] γεν., ὅπλων στερηθείς Πινδ. Ν. 8. 46· τῶν ὀμμάτων, τῆς [[ὄψιος]] στερηθῆναι Ἡρόδ. 6. 117., 9. 93· φροντίδος στερηθεὶς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1530· τῆς βασιληίης ἐστέρημαι Ἡρόδ. 3. 65, πρβλ. 5. 84· τοῦ παιδὸς ἐστερημένος ὁ αὐτ. 1. 46· γῆς πατρῴας Αἰσχύλ. Εὐμ. 755· μετοικίας τῆς ἄνω Σοφ. Ἀντ. 890· φίλων ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 741· τῆς πόλεως Ἀντιφῶν 117. 18, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 8· ἀγαθῶν Ἀνδοκ. 24. 25· οὕτω καὶ Πλάτ., κλπ.· - ἀπολ., τὸ ἐστερῆσθαι, [[κατάστασις]] ἀρνήσεως ἢ στερήσεως, Ἀριστ. Κατηγ. 10, 10. ΙΙ. σπανίως μετ’ αἰτ. πράγματ., ἀφαιρῶ, [[ἁρπάζω]], μισθὸν Ἀνθ. Π. 9. 174, 12. - Παθ., ἀφαιρεῖταί τι παρ’ ἐμοῦ, πλούτου ... κτῆσιν ἐστερημένῃ Σοφ. Ἠλ. 660 (ἂν καὶ ἡ αἰτ. αὕτη δύναται νὰ ἀποδοθῇ εἰς τὸ στένειν)· βίον στερείς Εὐρ. Ἑλ. 95· πρβλ. [[ἀποστερέω]].
|lstext='''στερέω''': γ΄ ἑνικ. προστ. στερείτω Πλάτ. Νόμ. 958Ε· ἄλλως ὁ ἐνεστὼς ἀπαντᾷ μόνον ἐν τῷ τύπῳ [[στερίσκω]] καὶ ἐν τῷ συνθέτ. ἀποστερῶ· - μέλλ. στερήσω Σοφ. Ἀντ. 574, ἀλλὰ στερῶ Αἰσχύλ. Πρ. 862· - ἀόρ. ἐστέρησα Εὐρ. Ἀνδρ. 1213, Πλάτ., ἀλλ’ ἀπαρ. στερέσαι Ὀδ. Ν. 262· ἐστέρεσεν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 325. 14· στερέσας [[αὐτόθι]] 624. 6· - πρκμ. ἐστέρηκα Πολύβ. 31. 19, 7, (ἀπ-) Θουκ., κλπ. - Παθ., ὁ ἐνεστ. σχεδὸν δὲν εὑρίσκεται εἰ μὴ ἐν τοῖς τύποις [[στέρομαι]], σερίσκομαι (ἴδε Δινδ. εἰς Ξεν. Κύρ. 7. 3, 14, Ἀν. 1. 9, 13)· μέλλ. στερηθήσομαι Διόδ. 4. 23, Δίων Κ. 41. 7, κτλ.· καὶ ὡς διάφ. γραφ. παρ’ Ἰσοκρ. 121C (πρβλ. 146C), ἀλλ’ ἐν τοῖς ἀρίστοις Ἀντιγράφοις στερήσομαι ὡς παρὰ Σοφ. ἐν Ἠλ. 1210, Θουκ. 3. 2, Ξεν. Ἀν. 1. 4, 8., 4. 5, 28, Ἀπομν. 1. 1, 8· - ἀόρ. ἐστερήθην, ἴδε κατωτ.· ποιητ. [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἀορ. μετοχ. στερεὶς Εὐρ. Ἄλκ. 622, Ἑκ. 623, Ἑλ. 95. Ἠλ. 736· - πρκμ. ἐστέρημαι, ἴδε κατωτ.· ἐν τοῖς Ὀξων. Ἀνεκδ. ἐστέρεσμαι· - ὑπερσ. ἐστέρητο Θουκ. 2. 65. (Ἐκ τῆς √ΣΤΕΡ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ στερίσκω, στέρομαι· πρβλ. Γοτθ. stil-a (steal).) Ἀποστερῶ, [[ἁρπάζω]], ἀπογυμνῶ τινος, μετ’ αἰτ. προσώπ. καὶ γεν. πράγματ., οὕνεκά με στερέσαι τῆς ληίδος ἤθελε Ὀδ. Ν. 262· ἄνδρ’ ἕκαστον αἰῶνος στερεῖ Αἰσχύλ. Πρ. 862, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 574, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 807, κτλ.· στ. τῆς σωτηρίας, τῆς ψυχῆς, κτλ., Θουκ. 7. 71, Πλάτ., κλπ., μὴ στερείτω τὸν ζῶνθ’ ἡμῶν Πλάτ. Νόμ. 958Ε. - Παθητ., στεροῦμαι, ἀπογυμνοῦμαι ἀπό τινος, μετὰ γεν., ὅπλων στερηθείς Πινδ. Ν. 8. 46· τῶν ὀμμάτων, τῆς [[ὄψιος]] στερηθῆναι Ἡρόδ. 6. 117., 9. 93· φροντίδος στερηθεὶς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1530· τῆς βασιληίης ἐστέρημαι Ἡρόδ. 3. 65, πρβλ. 5. 84· τοῦ παιδὸς ἐστερημένος ὁ αὐτ. 1. 46· γῆς πατρῴας Αἰσχύλ. Εὐμ. 755· μετοικίας τῆς ἄνω Σοφ. Ἀντ. 890· φίλων ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 741· τῆς πόλεως Ἀντιφῶν 117. 18, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 8· ἀγαθῶν Ἀνδοκ. 24. 25· οὕτω καὶ Πλάτ., κλπ.· - ἀπολ., τὸ ἐστερῆσθαι, [[κατάστασις]] ἀρνήσεως ἢ στερήσεως, Ἀριστ. Κατηγ. 10, 10. ΙΙ. σπανίως μετ’ αἰτ. πράγματ., ἀφαιρῶ, [[ἁρπάζω]], μισθὸν Ἀνθ. Π. 9. 174, 12. - Παθ., ἀφαιρεῖταί τι παρ’ ἐμοῦ, πλούτου ... κτῆσιν ἐστερημένῃ Σοφ. Ἠλ. 660 (ἂν καὶ ἡ αἰτ. αὕτη δύναται νὰ ἀποδοθῇ εἰς τὸ στένειν)· βίον στερείς Εὐρ. Ἑλ. 95· πρβλ. [[ἀποστερέω]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly