3,274,159
edits
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
|||
Line 38: | Line 38: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[βουλιέμαι]] και βουλιούμαι (AM [[βούλομαι]], Α και επιτ. τ. [[βόλομαι]])<br /><b>1.</b> [[θέλω]], [[επιθυμώ]]<br /><b>2.</b> [[λογαριάζω]], [[σκέπτομαι]] να πράξω [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αποφασίζω]]<br /><b>μσν.</b><br />(για [[διάταξη]] νόμου) [[καθορίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «εἰ βούλει»<br />(ευγενική [[φράση]] φιλοφροσύνης) αν αγαπάς<br /><b>2.</b> «βουλομένῳ μοί ἔστιν» — [[είναι]] [[σύμφωνο]] με τη θέλησή μου<br /><b>3.</b> «τί βουλόμενος;» ἤ «τί βουληθείς;» — με σκοπό; για ποιαν [[αιτία]];<br /><b>4.</b> «βούλεται [[εἶναι]]» — ισχυρίζεται, προσποιείται ότι [[είναι]]<br /><b>5.</b> «[[βούλομαι]] λαὸν σόον ἔμμεναι ἤ ἀπολέσθαι» — [[προτιμώ]] να...<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[βούλομαι]] αποτελεί λ. ήδη ομηρική, εμφανίζει δε ενδιαφέρουσα [[ποικιλία]] παράλληλων διαλεκτικών τύπων: [[βόλομαι]] (ομηρ., αρκαδ., κυπρ., ερετρ.), [[βόλλομαι]] <b>λεσβ.</b>, [[βώλομαι]] <b>δωρ.</b><br />[[επίσης]] με [[άλλη]] μεταπτωτική [[βαθμίδα]] <i>βέλλομαι</i> <b>(θεσσ.)</b>, <i>βείλομη</i> <b>(βοιωτ.)</b>, [[βήλομαι]] <b>δωρ.</b>, [[δείλομαι]] (λοκρ., δελφ.). Το ρ. [[βούλομαι]] με αρχικό χειλοϋπερωικό φθόγγο (όπως πιστοποιείται και από την [[εναλλαγή]] <i>β</i>-:<i>δ</i>- στις διάφορες διαλέκτους) ανάγεται σε αρχική ινδοευρ. [[ρίζα]] <i>g</i><sup>w</sup><i>el</i>- «[[πέφτω]], [[ρίχνω]]» <i>g</i><sup>w</sup><i>ol</i>- (ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της <i>g</i><sup>w</sup><i>el</i>-), δηλ. [[ίδια]] [[ρίζα]] με [[εκείνη]] του [[βάλλω]], απ' όπου πιστεύεται ότι προήλθε και η [[σημασία]] του [[βούλομαι]] με μια ιδιάζουσα σημασιολογική [[εξέλιξη]], πιθ. «ρίχνομαι (νοητικά) σε [[κάτι]]» ή «[[ρίχνω]], [[βάζω]] [[κάτι]] στο [[μυαλό]] κάποιου» ( | |mltxt=και [[βουλιέμαι]] και βουλιούμαι (AM [[βούλομαι]], Α και επιτ. τ. [[βόλομαι]])<br /><b>1.</b> [[θέλω]], [[επιθυμώ]]<br /><b>2.</b> [[λογαριάζω]], [[σκέπτομαι]] να πράξω [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αποφασίζω]]<br /><b>μσν.</b><br />(για [[διάταξη]] νόμου) [[καθορίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «εἰ βούλει»<br />(ευγενική [[φράση]] φιλοφροσύνης) αν αγαπάς<br /><b>2.</b> «βουλομένῳ μοί ἔστιν» — [[είναι]] [[σύμφωνο]] με τη θέλησή μου<br /><b>3.</b> «τί βουλόμενος;» ἤ «τί βουληθείς;» — με σκοπό; για ποιαν [[αιτία]];<br /><b>4.</b> «βούλεται [[εἶναι]]» — ισχυρίζεται, προσποιείται ότι [[είναι]]<br /><b>5.</b> «[[βούλομαι]] λαὸν σόον ἔμμεναι ἤ ἀπολέσθαι» — [[προτιμώ]] να...<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[βούλομαι]] αποτελεί λ. ήδη ομηρική, εμφανίζει δε ενδιαφέρουσα [[ποικιλία]] παράλληλων διαλεκτικών τύπων: [[βόλομαι]] (ομηρ., αρκαδ., κυπρ., ερετρ.), [[βόλλομαι]] <b>λεσβ.</b>, [[βώλομαι]] <b>δωρ.</b><br />[[επίσης]] με [[άλλη]] μεταπτωτική [[βαθμίδα]] <i>βέλλομαι</i> <b>(θεσσ.)</b>, <i>βείλομη</i> <b>(βοιωτ.)</b>, [[βήλομαι]] <b>δωρ.</b>, [[δείλομαι]] (λοκρ., δελφ.). Το ρ. [[βούλομαι]] με αρχικό χειλοϋπερωικό φθόγγο (όπως πιστοποιείται και από την [[εναλλαγή]] <i>β</i>-:<i>δ</i>- στις διάφορες διαλέκτους) ανάγεται σε αρχική ινδοευρ. [[ρίζα]] <i>g</i><sup>w</sup><i>el</i>- «[[πέφτω]], [[ρίχνω]]» <i>g</i><sup>w</sup><i>ol</i>- (ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της <i>g</i><sup>w</sup><i>el</i>-), δηλ. [[ίδια]] [[ρίζα]] με [[εκείνη]] του [[βάλλω]], απ' όπου πιστεύεται ότι προήλθε και η [[σημασία]] του [[βούλομαι]] με μια ιδιάζουσα σημασιολογική [[εξέλιξη]], πιθ. «ρίχνομαι (νοητικά) σε [[κάτι]]» ή «[[ρίχνω]], [[βάζω]] [[κάτι]] στο [[μυαλό]] κάποιου» ([[πρβλ]]. φρ. «<i>βάλλεσθαι</i> εν [[θυμώ]]», «... <i>βάλλεσθαι</i> [[μετά]] φρεσί»). Σύμφωνα με την επικρατέστερη [[σήμερα]] [[άποψη]], οι ανωτέρω ενεστωτικοί τύποι ([[πλην]] του [[βόλομαι]]) προήλθαν από τα <i>βόλσομαι</i>, <i>βέλσομαι</i>, <i>δέλσομαι</i>, που ξεκίνησαν πιθ. από την ευκτική ή [[υποτακτική]] (με βραχύ [[φωνήεν]]) ενός ένσιγμου μέσου αορίστου, απ' όπου προήλθε και ο ενεστώτας της οριστικής. Παράλληλα θεωρείται ότι υπήρξε κι [[ένας]] [[αρχικός]] [[αμετάβατος]] [[ενεργητικός]] [[παρακείμενος]] <i>βέβολα</i> με ενεστωτική, πιθ. επιτατική [[σημασία]] («αυτή [[είναι]] δική μου [[απόφαση]]»), του οποίου υπολείμματα διασώζονται στο ομηρ. [[προβέβουλα]] «[[προτιμώ]]», όπου το -<i>ου</i>- αναλογικά [[προς]] το [[βούλομαι]]. Στον παρακείμενο αυτόν θα [[πρέπει]] να οφείλεται και το -<i>ο</i>- (ετεροιωμένη [[βαθμίδα]]) του αοριστικού τ. <i>βολσομαι</i> [[έναντι]] του αρχικού -<i>ε</i>- ([[απαθής]] [[βαθμίδα]]) των <i>βελσομαι</i>, <i>δελσομαι</i>. Εξάλλου στην [[εξάπλωση]] του -<i>ο</i>- δυνατόν να συνετέλεσε και το ουσ. [[βουλή]]. Όσον αφορά στον πρωταρχικό θεματικό ενεστώτα [[βόλομαι]] προσέλαβε πιθ. τον φωνηεντισμό του (-<i>ο</i>-) αναλογικά [[προς]] το <i>βέβολα</i>, αν δεν πρόκειται για [[υποτακτική]] (με βραχύ [[φωνήεν]]) ενός αθέματου ριζικού αορίστου. Τέλος τα νεοελλ. [[βουλιέμαι]], <i>βουλιούμαι</i> αποτελούν μεταπλασμένους τύπους του [[βούλομαι]]. Αξιοσημείωτο [[είναι]] ότι τόσο η [[σημασία]] όσο και η [[χρήση]] του [[βούλομαι]] βρίσκονται [[στενά]] συνυφασμένες με εκείνες του (<i>ε</i>) [[θέλω]]. Συγκεκριμένα στον Όμηρο το [[βούλομαι]], που σημαίνει κυριολεκτικά «[[επιθυμώ]], [[προτιμώ]]» (όπως το δηλώνει και η σύνταξή του με το <i>ἡ</i> ή [[ακόμη]] και το [[προβέβουλα]]), απαντά λιγότερο [[συχνά]] [[έναντι]] του [[εθέλω]], που αποτελεί το σύνηθες [[ρήμα]] με τη [[σημασία]] «[[θέλω]]». Στην αττική [[πεζογραφία]] το [[βούλομαι]] «[[θέλω]], [[επιθυμώ]]» υποκαθιστά το [[εθέλω]], που απαντά με τη [[σημασία]] «[[είμαι]] διατεθειμένος για [[κάτι]], [[δέχομαι]]». Το [[εθέλω]], συχνότερο του [[βούλομαι]] στην Ιωνική απ' όσο στην Αττική, επιδίδει στην Κοινή και [[κυρίως]] στη δημώδη [[γλώσσα]], για να αποβεί στη Νεοελληνική το συνηθέστερο σε [[χρήση]] [[ρήμα]].[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[βουλή]], [[βούληση]] (-<i>ις</i>)<br />(αρχ. -μσν.) [[βούλημα]], [[βουλητός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[βουλόμαχος]], [[συμβούλομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |