γέλως: Difference between revisions

m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(-ωτος), ο (AM [[γέλως]])<br /><b>1.</b> το [[γέλιο]] για [[δήλωση]] χαράς, ειρωνείας ή σαρκασμού<br /><b>2.</b> ο [[ήχος]] που αναδίδεται από το [[γέλιο]]<br /><b>3.</b> [[αιτία]], [[λόγος]] που προκαλεί [[γέλιο]]<br /><b>4.</b> [[κοιλότητα]] που σχηματίζεται στα μάγουλα [[κατά]] το [[γέλιο]], κοινώς [[λακκάκι]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[Σαρδόνιος]] [[γέλως]]» — σαρκαστικό, πικρό [[γέλιο]]<br />β) «Αιάντειος [[γέλως]]» — μανιακό [[γέλιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[φλοίσβος]] της θάλασσας<br /><b>2.</b> το [[λακκάκι]] του γλουτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ουσ. [[γέλως]], όπως και το ρ. [[γελώ]], συνδέεται με το αρμ. <i>catr</i> (γεν. <i>catu</i>) «γέλια», ανάγεται δε στη ρ. <i>ĝel</i>- [[χαμογελώ]], [[γελώ]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[γελοίος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γέλος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[γελωτοποιός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[γελωτοκάρηνος]], [[γελωτολόγος]], [[γελωτουργός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γελωτομανής]]. (Β' συνθετικό) [[κλαυσίγελως]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αισχρόγελως]], <i>ακαιρόγελως</i>, <i>αχρειόγελως</i>, <i>διάγελως</i>, [[εγερσίγελως]], [[έκγελως]], [[ηδύγελως]], [[κατάγελως]], [[κωμωδόγελως]], [[μισόγελως]], <i>μωρόγελως</i>, <i>παλίγγελως</i>, [[πολύγελως]], [[πραΰγελως]], [[σπουδόγελως]], [[υβρίγελως]], [[υγρόγελως]], [[φιλόγελως]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δακρύγελως]] (<i>δακρύγελος</i>), [[περίγελως]] ([[περίγελος]]). Τέλος στη Νέα Ελληνική εμφανίζεται ως β' συνθετικό -<i>γελος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αργυρόγελος</i>, [[γλυκόγελος]], [[πικρόγελος]])].
|mltxt=(-ωτος), ο (AM [[γέλως]])<br /><b>1.</b> το [[γέλιο]] για [[δήλωση]] χαράς, ειρωνείας ή σαρκασμού<br /><b>2.</b> ο [[ήχος]] που αναδίδεται από το [[γέλιο]]<br /><b>3.</b> [[αιτία]], [[λόγος]] που προκαλεί [[γέλιο]]<br /><b>4.</b> [[κοιλότητα]] που σχηματίζεται στα μάγουλα [[κατά]] το [[γέλιο]], κοινώς [[λακκάκι]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[Σαρδόνιος]] [[γέλως]]» — σαρκαστικό, πικρό [[γέλιο]]<br />β) «Αιάντειος [[γέλως]]» — μανιακό [[γέλιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[φλοίσβος]] της θάλασσας<br /><b>2.</b> το [[λακκάκι]] του γλουτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ουσ. [[γέλως]], όπως και το ρ. [[γελώ]], συνδέεται με το αρμ. <i>catr</i> (γεν. <i>catu</i>) «γέλια», ανάγεται δε στη ρ. <i>ĝel</i>- [[χαμογελώ]], [[γελώ]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[γελοίος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γέλος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[γελωτοποιός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[γελωτοκάρηνος]], [[γελωτολόγος]], [[γελωτουργός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γελωτομανής]]. (Β' συνθετικό) [[κλαυσίγελως]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αισχρόγελως]], <i>ακαιρόγελως</i>, <i>αχρειόγελως</i>, <i>διάγελως</i>, [[εγερσίγελως]], [[έκγελως]], [[ηδύγελως]], [[κατάγελως]], [[κωμωδόγελως]], [[μισόγελως]], <i>μωρόγελως</i>, <i>παλίγγελως</i>, [[πολύγελως]], [[πραΰγελως]], [[σπουδόγελως]], [[υβρίγελως]], [[υγρόγελως]], [[φιλόγελως]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δακρύγελως]] (<i>δακρύγελος</i>), [[περίγελως]] ([[περίγελος]]). Τέλος στη Νέα Ελληνική εμφανίζεται ως β' συνθετικό -<i>γελος</i> ([[πρβλ]]. <i>αργυρόγελος</i>, [[γλυκόγελος]], [[πικρόγελος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm