3,277,002
edits
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[κέπφος]]) [[είδος]] θαλάσσιου πτηνού που σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]] ανήκει στην [[οικογένεια]] αλκίδες («περὶ τὴν θάλατταν καὶ ἀλκυὼν καὶ κήρυλος... καὶ [[κέπφος]], αἴθνια», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ελαφρόμυαλος]] [[άνθρωπος]], [[ανόητος]] [[άνθρωπος]] («οὐ γὰρ προσήκει τὴν ἐμαυτοῦ μοι πόλιν εὐεργετεῖν, ὦ κέπφε» (<b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Το [[σύμπλεγμα]] -<i>πφ</i>- οφείλεται πιθ. σε εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Ίσως να συνδέεται με τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου <i>κεμπός</i><br />[[κοῦφος]], [[ἐλαφρός]] [[ἄνθρωπος]] ( | |mltxt=ο (Α [[κέπφος]]) [[είδος]] θαλάσσιου πτηνού που σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]] ανήκει στην [[οικογένεια]] αλκίδες («περὶ τὴν θάλατταν καὶ ἀλκυὼν καὶ κήρυλος... καὶ [[κέπφος]], αἴθνια», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ελαφρόμυαλος]] [[άνθρωπος]], [[ανόητος]] [[άνθρωπος]] («οὐ γὰρ προσήκει τὴν ἐμαυτοῦ μοι πόλιν εὐεργετεῖν, ὦ κέπφε» (<b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Το [[σύμπλεγμα]] -<i>πφ</i>- οφείλεται πιθ. σε εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Ίσως να συνδέεται με τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου <i>κεμπός</i><br />[[κοῦφος]], [[ἐλαφρός]] [[ἄνθρωπος]] ([[πρβλ]]. και την [[ερμηνεία]] του στο ίδιο το λ.: [[κέπφος]]<br />[[εἶδος]] ὀρνέου κουφοτάτου</i>). Ίσως το [[κέπφος]] να προέκυψε από [[ουσιαστικοποίηση]] ενός αμάρτυρου επιθ. <i>κεπφός</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |